Όλοι ζήσαμε τη φρενίτιδα της «μαύρης Παρασκευής». Τηλεοπτικές εκπομπές – κυρίως «ψυχαγωγικές»-ανέδειξαν το γεγονός με εκτενή ρεπορτάζ και απευθείας συνδέσεις με μεγάλα εμπορικά κέντρα της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας˙ στα δελτία ειδήσεων επιχειρήθηκε η ανάλυση του θέματος και διαδικτυακά ενημερωνόμασταν διαρκώς με διαφημίσεις για τα καταστήματα που συμμετείχαν στη μεγάλη αυτή γιορτή της αγοράς. Βέβαια, τα εγχώρια ήθη και έθιμα ως «μαύρη Παρασκευή» αναγνωρίζουν αυτή της αποκορύφωσης των παθών του Σωτήρα μας, Ιησού Χριστού. Τη μέρα, δηλαδή, της ταφής του οπότε και τεράστιο πλήθος Χριστιανών συνοδεύει κάθε χρόνο τον επιτάφιο στοχαζόμενο – αν τα καταφέρει – τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης που για ακόμη μια φορά όχι μόνο δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει και να συμπορευτεί με το απλό και το αληθινό, αλλά επεδίωξε να το εξαφανίσει.
Αν, λοιπόν, ζούσε η γιαγιά μου πολύ θα δυσκολευόμουν να της εξηγήσω γιατί η «μαύρη Παρασκευή» φέτος ήρθε λίγο νωρίτερα. Θα δυσκολευόμουν, επίσης, να της εξηγήσω πως δε μειώθηκε το συνταξιοδοτικό όριο ηλικίας και πως η συνύπαρξη νεαρών και ηλικιωμένων σε αχανείς ουρές, όπως την ενημερώνει η εικόνα που έχει από την τηλεόρασή της, δεν πρέπει να της προκαλεί σύγχυση. Δεν είναι ουρές σε τράπεζα για την πληρωμή συντάξεων και δε σπρώχνονται για το ποιος θα λάβει τα τελευταία χρήματα που έχει να διαθέσει το ταμείο. Είναι ουρές μπροστά από πολυκαταστήματα για την «κατάθεση» του όποιου ποσού διαθέτει ο καθένας, πενιχρού ή μη. Αρχικά, θα έπρεπε να της ξεκαθαρίσω πως αυτή η σκουρόχρωμη Παρασκευή δεν είναι η δική μας, αλλά πως μας ήρθε έξωθεν και συγκεκριμένα από την Αμερική˙ πως είναι μια επετειακή μέρα των καταστημάτων της εκεί χώρας. Γιορτάζουν την τελευταία Παρασκευή του Νοέμβρη ως τη μέρα με την οποία ξεκινά η περίοδος των πιο ικανοποιητικών τους πωλήσεων. Το μαύρο χρώμα έχει επιλεχθεί να προσδιορίζει την επετειακή αυτή μέρα, καθώς με μαύρο μελάνι σημείωναν πάνω στα λογιστικά φύλλα και στις αποδείξεις τις μέρες που ο ισολογισμός ήταν θετικός, ενώ με κόκκινο χρώμα τις μέρες που ήταν αρνητικός.
Έτσι, τα καταστήματα στην Αμερική, αλλά και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, την τελευταία Παρασκευή του Νοέμβρη κάνουν εκπτώσεις εγκαινιάζοντας την περίοδο της έντονης καταναλωτικής κίνησης των Χριστουγέννων. Όσοι, λοιπόν, θέλουν να αγοράσουν κάτι σε συμφέρουσα τιμή σπεύδουν να το προλάβουν, πριν το προλάβει κάποιος άλλος, γιατί δε φτάνει που είναι μόλις μία η μέρα αυτής της παροχής είναι και περιορισμένος ο αριθμός των διατιθέμενων σε πολύ χαμηλή τιμή προϊόντων. Και αν ρωτούσα τη γιαγιά μου τι σκέφτεται για όλα αυτά που της είπα, φοβάμαι πως ξέρω τι περίπου θα απαντούσε. Ήταν, βλέπετε, άνθρωπος ολιγαρκής…
Ο όρος «μαύρη Παρασκευή» θα την έβρισκε σύμφωνη, γιατί ο άνθρωπος, θα έλεγε, θα έπρεπε να θρηνεί για την ποδοπατημένη του αξιοπρέπεια. Θα μου έλεγε πως οι ισχυροί του κόσμου ικανοποιούνται επιβεβαιώνοντας πόσο καλά ελέγχουν το «ποίμνιό» τους και πως με τέτοιες επετείους εδραιώνουν τη θέση τους ξυπνώντας περισσότερες καταναλωτικές ανάγκες στον κόσμο˙ πως στεναχωριέται, γιατί βλέπει ανθρώπους να ακολουθούν μια «πομπή» προς τιμήν κάποιου υλικού αγαθού προσευχόμενοι για την απόκτησή του και ότι εν τέλει ακολουθούν μια πορεία που καταλήγει σε μια ψευδαίσθηση ευτυχίας και καταξίωσης. Θα με διαβεβαίωνε πως δεν τη στενοχωρούν ούτε η επίκριση όλων αυτών, μιας και η ίδια ακολουθεί την πορεία του επιταφίου και πάντα με ευλάβεια και ειλικρινή μεταμέλεια, ούτε οι σαφείς υπαινιγμοί τους πως η επιλογή της αυτή καταμαρτυρεί το φτωχό της πνεύμα. Απλώς θα μου έλεγε πως αναρωτιέται τι, άραγε, καταμαρτυρεί η δική τους επιλογή. Θα τόνιζε πως απορεί αν δεν αντιλαμβάνονται ότι η ευκαιρία της έξυπνης αγοράς τη μέρα της «μαύρης Παρασκευής» για τον καταναλωτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ευκαιρία μεγιστοποίησης του κέρδους για τις μέρες που ακολουθούν από την πλευρά των επιχειρήσεων. Με όλα τα προϊόντα που θα δει τη μέρα εκείνη να του χαμογελούν και να του υπόσχονται την ανέλιξή του στην ανθρώπινη κάστα «των κατεχόντων» και ως δέκτης της μανίας των γύρω του να πάρουν και «αυτό» να πάρουν και «εκείνο» σίγουρα, σε σύντομο διάστημα, θα επιστρέψει σε ένα από τα εμπορικά κέντρα που επισκέφθηκε με σκοπό να αγοράσει κάτι και ας μην είναι σε προσφορά πια. Θα μου έλεγε και άλλα η γιαγιά μου, αλλά πάντα ήξερε πότε πρέπει να σταματά…
Πότε άραγε ο άνθρωπος δε θα σταθεί απλώς σε μια ουρά, αλλά θα σταθεί αντάξιος του προορισμού του;
Πετροπούλου Ελένη
Φιλόλογος