Την Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016 και ώρα 9 π.μ. πραγματοποιήθηκε στο Αλεξάνδρειο Συνεδριακό Κέντρο στο Λουτράκι η σχολική εορτή των μαθητών του σχολείου μας για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Κύριος στόχος, η βίωση των συναισθημάτων που προκλήθηκαν από τις ιστορικές συγκυρίες της εποχής στο έπακρο – η μεταφορά του μαθητή σ’ έναν διαφορετικό χώρο – χρόνο, σ’ ένα όχι και τόσο μακρινό ιστορικό πλαίσιο, το οποίο καθόρισε το σήμερα. Για το λόγο αυτό, συνδέσαμε τα γεγονότα ορόσημο σε μια θεατρική αφήγηση, με πεζά και ποιήματα γραμμένα από μεγάλους πεζογράφους και ποιητές της εποχής, με τη συνοδεία πάντοτε της χορωδίας του Hea.
Η εκδήλωσή μας ολοκληρώθηκε με την ανάγνωση των πρακτικών της σημαίας για το Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο, καθώς και τη βράβευση των αριστούχων μαθητών από τον Διευθυντή του σχολείου μας κύριο Πλαστήρα Απόστολο.
Ακολουθεί ο εναρκτήριος-πανηγυρικός λόγος του φιλολόγου-καθηγητή του Homo educandus – Αγωγή κου Χιώτη:
Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί μαθητές,
Ένα μεγάλο πρόβλημα για όσους καλούνται να αναφερθούν στα γεγονότα που συνδέονται με τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο της περιόδου ‘40-‘41 και τα γεγονότα που ακολούθησαν, είναι να καταφέρουν να αναδείξουν όσα δεν είναι χιλιοειπωμένα και πολλές φορές αποτυπωμένα. Κάθε φορά που πλησίαζε η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου, αισθανόμουν την ανάγκη και έμπαινα στον πειρασμό να αναφερθώ σε όσα λίγοι έχουν διαβάσει στα σχολικά βιβλία ή έχουν παρακολουθήσει σε επετειακά αφιερώματα των ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης. Μου δίνεται, λοιπόν, η ευκαιρία να προσπαθήσω μέσα σε λίγες λέξεις να καταγράψω συνοπτικά κάποιες αλήθειες που αφορούν τα ιστορικά γεγονότα εκείνης της εποχής και πολύ συχνά χάνονται μέσα στις «σιωπές» της Ιστορίας.
Η Ελλάς του 1940 ήταν μια χώρα πληγωμένη και ταλαιπωρημένη επί 28 και πλέον έτη. Από το 1912 και ως το 1922 βρισκόταν σε πολεμική ετοιμότητα εμπλεκόμενη στη δίνη των πολεμικών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στα εδάφη της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακολούθως, η συμφορά του 1922, που συρρίκνωσε δραματικά τον Ελληνισμό, η πολιτική αστάθεια, τα μίση του διχασμού και η χρεοκοπία του 1932, που σπανίως αναφέρεται (1η σιωπή), άφησαν βαθιά σημάδια που έχαιναν σαν ανοικτές πληγές στο κορμί της «φτωχής πλην τίμιας» Ελλάδος.
Το καθεστώς Μεταξά είχε προκύψει ως «φυσικό» επακόλουθο της πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, καθώς και της διεθνούς ρευστότητας που προμήνυε απαισιόδοξες εξελίξεις, ενώ σταδιακά η ιστορική μελέτη αποκαθιστά σταδιακά τον ρόλο του πρώην στρατιωτικού που αναμφισβήτητα συνέβαλε στην ηθική και πολεμική προετοιμασία της χώρας, προκειμένου να διαχειριστεί την επερχόμενη κρίση. Η Δικτατορία του ήταν αποκλειστικά πολιτική, αφού ο στρατός βρισκόταν κάτω από τον πλήρη έλεγχο του Βασιλιά Γεωργίου Β΄ και του επιτελείου του (2η σιωπή). Η αλήθεια αυτή δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας όσον αφορά την τοποθέτηση της χώρας στο πλευρό των Αγγλογάλλων και απέναντι στον Άξονα Ιταλίας –Γερμανίας. Ο μύθος, λοιπόν, περί διλήμματος του Μεταξά, δεν έχει κανένα έρεισμα. Η χώρα είχε ξεκάθαρη και δεδηλωμένη διπλωματικά και στρατηγικά θέση, ενώ προετοιμαζόταν συστηματικά και με σχέδιο για τον επερχόμενο πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια λοιπόν της τετραετίας προ του πολέμου αλλάζουν και εκσυγχρονίζονται οι τακτικές του στρατού, γίνονται στο μέτρο του δυνατού εξοπλισμοί, καθορίζονται νέα πολεμικά μέτωπα και αναδιοργανώνονται τα σχέδια επιστράτευσης και οι δομές των ενόπλων δυνάμεων. Ο Λαός και ο Στρατός δεν ήταν ούτε ανοργάνωτος ούτε απροετοίμαστος για τον επερχόμενο πόλεμο (3η σιωπή). Αντιθέτως, η χώρα ήταν με βάση τις δυνατότητές της άριστα προετοιμασμένη, τόσο υλικά όσο και ηθικά. Αναφερόμαστε σε μια χώρα μικρή πληθυσμιακά και φτωχή, που κατάφερε να πετύχει την πρώτη νίκη κατά του Άξονα.
Αυτή η νίκη δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε αποτέλεσμα συγκυριών. Το ηθικό του λαού και η ενότητα του ήταν παροιμιώδης. Το γεγονός ότι προσωπικότητες όπως ο Ελύτης ή ο Τερζάκης πολέμησαν στην πρώτη γραμμή και μας αφηγούνται τις εμπειρίες τους με τόση γλαφυρότητα, αναδεικνύει πώς ακριβώς αντιλαμβάνονταν οι Έλληνες τότε το χρέος τους απέναντι στην πατρίδα τους και κυρίως την αξιοπρέπειά τους.
Παρά την εικόνα που προβάλλεται πρέπει να επισημανθεί ότι με την επιλογή του πολέμου δε συμφωνούσαν όλοι. Υπήρξαν πρόσωπα που ευθέως ή έμμεσα αποδοκίμασαν την κεντρική πολιτική και στρατιωτική απόφαση της χώρας και πρότειναν συγκράτηση και σωφροσύνη (4η σιωπή). Το ερώτημα « με ποιους πάμε να τα βάλουμε;» φαίνεται να έχει διαχρονικά φορείς στη χώρα μας. Πρέπει επίσης, να επισημάνουμε ότι δε φάνηκαν όλοι ήρωες πάνω στον «αχό» της μάχης (5η σιωπή ). Και λιποταξίες σημειώθηκαν και αρνήσεις εκτέλεσης διαταγών και εγκαταλείψεις θέσεως. Η γενική, όμως, εικόνα σβήνει τις γκρίζες αυτές σκιές και αφήνει τον μύθο να κυριαρχεί στη συνείδηση όλων μας. Επιπλέον, πρέπει να καταγραφεί ότι οι Ιταλοί δεν ήταν ούτε δειλοί ούτε «μακαρονάδες» όπως τους παρουσιάζει ο μύθος (6η σιώπη). Πολέμησαν γενναία και με αυταπάρνηση αλλά οι συνθήκες που συνάντησαν και το επίπεδο προετοιμασίας του αντιπάλου αποδείχτηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια.
Η Γερμανική επίθεση και η αντίσταση στα οχυρά της Ελληνο-βουλγαρικής μεθορίου έγραψαν σελίδες δόξας χωρίς άμεσο αντίκρισμα. Η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε από τους συμμάχους ως δευτερεύον μέτωπο και δεν ενισχύθηκε όσο έπρεπε και όπως είχαν υποσχεθεί. Τα σχέδια άμυνας στα όρια της παλαιάς Ελλάδας απορρίφθηκαν, παρά τις υποδείξεις των Βρετανών, αφού υπήρχε ο κίνδυνος να θεωρηθεί η Μακεδονία και η Θράκη μη ζωτικός χώρος για την Ελλάδα, εξυπηρετώντας τα σχέδια Βουλγάρων κυρίως και Τούρκων. Η Ελλάς επισήμως δεν παραδόθηκε ποτέ, αλλά συνέχισε τον πόλεμο, όπως μπορούσε, είτε στα βουνά, είτε στις πόλεις, είτε στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Η περίοδος της Κατοχής που ακολουθεί είναι η κατεξοχήν εποχή των «σιωπών». Σιωπών που δε φανερώνουν ποιοι έφταιγαν για την πείνα του χειμώνα του ‘41-‘42, που συσκοτίζουν το ζήτημα των δοσίλογων και των συνεργατών των Γερμανών, που δεν αναφέρονται καθόλου στο φαινόμενο των ομήρων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ιταλίας και της Γερμανίας… Η Ένοπλη Εθνική Αντίσταση αποτελεί ένα ζήτημα που δεν μπορεί να αναφερθεί στον περιορισμένο χώρο που έχω στη διάθεσή μου. Αλήθεια είναι πάντως ότι η Ελλάς ήταν από τις ελάχιστες χώρες που υποτάχθηκαν στον άξονα και δε συμμετείχαν σε καμία πολεμική επιχείρηση των Γερμανών, σε οποιοδήποτε μέτωπο. Αν αυτό δείχνει κάτι για τη στάση των Ελλήνων, σίγουρα πρέπει να αναφερθούν κάποια γεγονότα που αναδεικνύουν και επιβεβαιώνουν την κοινή στάση των Ελλήνων απέναντι στον κατακτητή.
Σταχυολογώντας κάποια από αυτά τα γεγονότα πρέπει να αναφερθεί η στάση της Αστυνομίας Αθηνών και της Μητρόπολης, που λίγες μέρες πριν την άφιξη των Γερμανών εξέδωσαν νέες ταυτότητες σε όλους τους Εβραίους της Αθήνας με αναγραφόμενο θρήσκευμα το Ορθόδοξο Χριστιανικό. Την 28η Φεβρουαρίου του 1943 κατά τη διάρκεια της κηδείας του Κωστή Παλαμά ακούγεται το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού, «Ηχήστε Σάλπιγγες» , ένα κάλεσμα στην αναζήτηση και την επιδίωξη της Ελευθερίας, ενώ στο τέλος ακούγεται ο Εθνικός Ύμνος και ένα υπερήφανο «Ζήτω η Ελευθερία» !
Στις 5 Μαρτίου κηρύσσεται πανελλαδική απεργία και γίνεται τεράστια διαδήλωση κατά της πολιτικής επιστράτευσης που είχε υπογράψει και επρόκειτο να εφαρμόσει η «δοσιλογική» κυβέρνηση Λογοθετόπουλου. Η παλλαϊκή συμμετοχή και στην απεργία και στη διαδήλωση, παρά τις απειλές, την απαγόρευση και την ένοπλη παρουσία των Γερμανών ανέτρεψε την απόφαση και έσωσε χιλιάδες συμπατριώτες μας από την καταναγκαστική εργασία στα εργοστάσια της Γερμανίας. Στις 28 Ιουλίου του ίδιου χρόνου γίνεται μεγάλη διαδήλωση με νεκρούς διαδηλωτές για να αποτραπεί η επέκταση της Βουλγαρικής κατοχής στη Μακεδονία, η οποία τελικά επιτυγχάνεται. Αυτά είναι μερικά από τα δείγματα άρνησης συμβιβασμού με τον κατακτητή που δυστυχώς δεν αναδεικνύονται και δεν προβάλλονται όσο θα έπρεπε.
Ακόμα περισσότερο πνιγμένα στις «σιωπές» είναι τα μετά την κατοχή γεγονότα, η μη τιμωρία των Δοσίλογων, ο καταστροφικός εμφύλιος και αυτοί που τον μεθόδευσαν και κυρίως η μη δικαίωση της χώρας μας και του λαού μας για τις δυσανάλογες θυσίες και το αίμα που προσφέρθηκε στον βωμό της συμμαχικής Νίκης. Τα λόγια θαυμασμού και οι μεγαλοστομίες για τη μικρή Ελλάδα που ταπείνωσε τον Άξονα ξεχάστηκαν μαζί με τα εθνικά δίκαια και τις διεκδικήσεις που διατυπώθηκαν την περίοδο του Θριάμβου…. Οι Σύμμαχοι προσέφεραν μόνο τα Δωδεκάνησα και πολλή ελεημοσύνη και συμπάθεια….
Παρόλα αυτά, η νίκη στον Έλληνο-ιταλικό πόλεμο επανέφερε στους Έλληνες την τρωθείσα το 1922 Εθνική Υπερηφάνεια, χαλύβδωσε την εθνική συνείδηση των προσφύγων, εξαφάνισε έστω πρόσκαιρα το όποιο χάσμα υπήρχε στην Ελλαδική κοινωνία, ενώ μας προσέφερε έναν φάρο εθνικής ανάτασης και υπερηφάνειας που παραμένει, ελπίζω, άσβεστος!
Και αφού θέμα μας ήταν οι «σιωπές» της Ιστορίας, μια διαπίστωση πρέπει να μας προβληματίζει και να μας γεμίζει αγωνία αλλά και πείσμα για το μέλλον της χώρας μας. Πόσοι από εμάς έχουμε συνειδητοποιήσει ότι οι πληγωμένοι αλλά υπερήφανοι «νικητές» Έλληνες μεταπολεμικά συμφώνησαν και αποδέχτηκαν σχεδόν ως σωτηρία, να μεταναστεύουν και να εργάζονται στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις των «ηττημένων» του Πολέμου….. Πόση σιωπή χρειάζεται για να αποδεχτούμε ως φυσιολογική μια τέτοια μοίρα και εξέλιξη…..!
Σας Ευχαριστώ!
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Γιάννης Ρίτσος
Σταματία Ριζογιάννη, εκπαιδευτικός.