Στις ημέρες μας συχνά τίθεται το ερώτημα της σχέσης της Ορθοδοξίας με τη νεωτερικότητα. Ως Ορθοδοξία εδώ νοείται η μορφή εκείνη του Χριστιανισμού, η οποία, με τη θεολογία και την πίστη της, διαμόρφωσε ένα συγκεκριμένο διακριτό πολιτισμό με ιδιαίτερα χαρακτηρσιτικά, πολιτισμό ο οποίος επικράτησε, για ιστορικούς λόγους, στην ανατολική (Γεωργία, Λευκορωσία, Ουκρανία, Ρωσία) και τη νοτιοανατολική (Βουλγαρία, Ελλάδα, Κύπρος, Μαυροβούνιο, Μολδαβία, Ρουμανία, Σερβία) Ευρώπη. Από την άλλη, ως νεωτερικότητα, με απλά λόγια, ορίζουμε τον σύγχρονο πολιτισμό, ο οποίος γεννήθηκε στη δυτική Ευρώπη και έχει επικρατήσει σήμερα ως η μορφή πολιτισμού που έχουν ή προσπαθούν να επιτύχουν οι χώρες του κόσμου. Για να το αναλύσουμε καλύτερα θα πρέπει να εξηγήσουμε ότι η νεωτερικότητα, στη βασική και ουσιαστική μορφή της, ξεκινά στην Αγγλία των τελών του 17ου αι. με την Ένδοξη Επανάσταση, την Επιστημονική Επανάσταση και τον Διαφωτισμό, για να απλωθεί σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο. Πέρα από τα γεγονοτα που περιγράψαμε, η νεωτερικότητα συνδέεται με την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, με τη Βιομηχανική και την Τεχνολογική Επανάσταση, τα εθνικά κινήματα, τον φιλελευθερισμό, την άνοδο της μεσαίας (αστικής) τάξης και την εγκαθίδρυση της έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αρχές όπως, πέρα από τη δημοκρατία, η ισονομία, η ισοπολιτεία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, αλλά και η πεποίθηση για τη συνεχή πρόοδο των επιστημών και την αέναη οικονομική ανάπτυξη θεωρούνται σήμερα βασικά στοιχεία του πολιτισμού μας. Το ερώτημα λοιπόν που συχνά τίθεται είναι κατά πόσο η Ορθοδοξία, ως ένα κοινωνικό φαινόμενο και ως ένας παράγοντας διαμόρφωσης πολιτισμού, μπόρεσε να συναντηθεί με τη νεωτερικότητα, να διαλεχθεί μαζί της και να προσαρμοσθεί αποτελεσματικά σε αυτή ή αν αποτέλεσε τροχοπέδη για τον εκσυγχρονισμό, τη συνάντηση δηλαδή με τη νεωτερικότητα, των λαών τους οποίους πολιτιστικά επηρέασε και, σε μεγάλο βαθμό, διαμόρφωσε.
Με αυτό το βασικό ερώτημα έχουν ασχοληθεί τόσο οι διανοούμενοι που προέρχονται από τις Ορθόδοξες χώρες, όσο και δυτικοί διανοούμενοι, όσοι δηλαδή προέρχονται από χώρες στις οποίες η νεωτερικότητα γεννήθηκε και αποτελεί σήμερα κεκτημένο. Το ερώτημα ξεκινά από τη λογική ότι στις Ορθόδοξες χώρες η νεωτερικότητα δεν αποτελεί κεκτημένο, όπως στις χώρες της Δύσης, γεγονός που φάνηκε από την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, η οποία κατηγορήθηκε από τις επίσημες ευρωπαϊκές ηγεσίες ως χώρα διεφθαρμένη που δεν δίστασε να πει ψέμματα για να μπει στην ομάδα των οικονομικά ανεπτυγμένων. Το πρόβλημα αυτό καθιστά την εξέταση του ζητήματος επίκαιρη και δίνει την αφορμή για την εδώ ενασχόληση με το θέμα. Πολλοί διανοούμενοι έχουν λοιπόν εκφράσει την πεποίθηση ότι είναι ακριβώς η Ορθοδοξία εκείνη που εμποδίζει τον εκσυγχρονισμό των λαών που επηρεάζει και τους καταδικάζει στην οπισθοδρόμηση. Η άποψη αυτή είναι και η ‘ορθόδοξη’ σήμερα άποψη. Υπάρχουν και οι ομολογουμένως λιγότερο προβεβλημένοι διανοούμενοι οι οποίοι εντοπίζουν αλλού τα αίτια της κακοδαιμονίας ή θεωρούν την Ορθοδοξία ως δύναμη θετική για τη σύγχρονη εξέλιξη και πρόοδο. Το ίδιο θέμα έχει απασχολήσει και τη θεολογική διανόηση στην Ελλάδα, η οποία είτε τείνει να αντιδρά απορριπτικά στο ερώτημα ή τείνει μάλλον να προσαρμοστεί στην ‘ορθόδοξη’ άποψη που είδαμε παραπάνω. Υπάρχουν ασφαλώς και θεολόγοι που αναζητούν ευρυματικότερες προτάσεις.
Πρόθεση είναι να παρουσιάσουμε μια σειρά κειμένων που θα ακολουθήσει στο ιστολόγιο του σχολείου μας, στην οποία δεν θα προσπαθήσουμε να δώσουμε άμεση απάντηση, όχι γιατί νομίζουμε ότι αυτή είναι αδύνατη, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι σημαντικότερο στην παρούσα συγκυρία είναι να δούμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε το ερώτημα, πέρα από τις γνωστές μέχρι σήμερα αρχές στις οποίες βασίζονται οι απαντήσεις που δίνονται. Θα προσπαθήσουμε περισσότερο να διευρύνουμε το ερώτημα παρά να το απαντήσουμε. Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να αναδείξουμε πλευρές που είτε είναι λησμονημένες είτε δεν συνδέονται με το ερώτημα. Θα αποπειραθούμε, ειδικότερα, να δείξουμε ότι στη συζήτηση για τη σχέση Ορθοδοξίας και νεωτερικότητας το ίδιο το ερώτημα τοποθετεί την Ορθοδοξία στη θέση του κατηγορουμένου. Είναι σωστό αυτό; Ποιος είναι ο κριτής της και τι τον καθιστά ικανό να κρίνει; Επιπλέον, θα υπογραμμίσουμε ότι ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί παρά να συνδέεται με το ευρύτερο πλαίσιο της συνάντησης των προνεωτερικών θρησκειών με τη νεωτερικότητα, ένα πλαίσιο το οποίο μπορεί να μας δώσει ενδιαφέρουσες παραμέτρους, οι οποίες δεν έχουν ληφθεί σοβαρά υπόψη. Αν εξειδικεύσουμε στην περίπτωση αυτή θα δούμε ότι το ενδιαφέρον της έγκειται ακριβώς στο χρονικό σημείο συνάντησης της Ορθοδοξίας με τη νεωτερικότητα. Πώς έγινε η συνάντηση αυτή; Ποιες ήταν οι ιστορικές συνθήκες; Δεν θα μας απασχολήσει εδώ το ζήτημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Έχουν γραφτεί γι’ αυτό εξαιρετικές αναλύσεις. Θα μας απασχολήσουν αδρομερώς οι ιστορικές συνθήκεςμόνο. Τέλος, θα εκφράσουμε ορισμένες σκέψεις για το τι πιστεύουμε ότι αποτελεί το ζητούμενο στο ερώτημα στο κεντρικό ερώτημα που μας απασχολεί εδώ.
Σε αυτή την ανακοίνωση της σειράς των άρθρων, πρέπει να προστεθεί ότι δεν θα υπάρχουν βιβλιογραφικές αναφορές, καθώς τα κείμενα που θα ακολουθήσουν δεν διεκδικούν περγαμηνές επιστημονικής εγκυρότητας. Πρόκειται για έκφραση σκέψεων και προβληματισμών περισσότερο και θα προστεθεί στο τέλος ένα μικρό κείμενο με βιβλία που βοηθούν στον προβληματισμό στην κατεύθυνση που θα φανεί εδώ, υπό τύπν βιβλιογραφικής σημείωσης.
Συνεχίζεται…
Λάμπρος Αναστ. Ψωμάς
Εκπαιδευτικός
Θεολόγος-Ιστορικός