Ο αιώνας του Θεού: Η θρησκεία που επιστρέφει
Όπως είναι, νομίζω, αυτονόητο, η Ορθοδοξία δεν είναι η μόνη θρησκεία που ήρθε σε επαφή με τη νεωτερικότητα και συνεχίζει να σχετίζεται με αυτή. Το ερώτημα της συνάντησης έχει απασχολήσει διανοουμένους σε σχέση με τον Χριστιανισμό εν γένει, το Ισλάμ, τον Ινδουϊσμό, τον Βουδισμό, τον Κομφουκιανισμό κ.λπ. Ο τρόπος με τον οποίο οι θρησκείες αυτές συναντήθηκαν και οι πολιτισμοί που οι συναντήσεις αυτές παρήγαγαν δεν παρουσιάζουν απόλυτη ομοιομορφία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η συνάντηση οδήγησε σε πλήρη σύμπλευση που είχε εκρηκτικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η συνάντηση της νεωτερικότητας με την ιαπωνική θρησκευτικότητα (κυρίως τον Σιντοϊσμό και τη θεότητα Αματεράσου) είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός σκληρού μιλιταρισμού, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν το ιερό και απροσπέλαστο πρόσωπο του αυτοκράτορα. Η παρουσία του και μόνο απαιτούσε από τους μαχητές του την υπέρτατη θυσία, σύμφωνα με τους βουδιστικής έμπνευσης κώδικες μπουσίντο. Η ιαπωνική επεκτατικότητα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο λυσσαλέος τρόπος με τον οποίο πολέμησαν οι Ιάπωνες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η μικρή αξία που απέδιδαν στην ανθρώπινη ύπαρξη του αιχμαλώτου, ακόμη και του δικού τους στρατιώτη, αποτελούσε οπωσδήποτε μίγμα μιας νεωτερικότητας που ζητούσε επέκταση, εκβιομηχάνιση, πρώτες ύλες, επικράτηση στον αδυσώπητο οικονομικό ανταγωνισμό με όποιο κόστος, εθνικισμό που έφθανε μέχρι τον ακραίο ρατσισμό και ταυτόχρονα μιας θρησκευτικότητας που απαιτούσε αφοσίωση στον σκοπό μέχρι την υπέρτατη θυσία και αδιάλλακτο φανατισμό. Σε άλλες περιπτώσεις οι θρησκευτικές παραδόσεις αντέδρασαν αντιφατικά. Για παράδειγμα, στην Αίγυπτο η ισλαμική θρησκευτική παράδοση είτε προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις της νεωτερικότητας, συμπορεύτηκε μαζί της και λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης γι’ αυτή, είτε αντέδρασε, αρνήθηκε και εχθρεύτηκε τη νεωτερικότητα. Η πρώτη τάση εκφράστηκε μέσα από τις διάφορες εκδοχές εθνικισμού και του συνακόλουθου εκσυγχρονισμού που αναπτύχθηκαν στη χώρα, με τις οποίες η ισλαμική θρησκευτική παράδοση συμπορεύτηκε. Η δεύτερη τάση εκφράστηκε μέσα από το αντίπαλο δέος που ήταν ο Ισλαμισμός, το κίνημα εκείνο που πίστευε ότι ο μόνος δρόμος που οδηγούσε προς την εθνική ανεξαρτησία και τον εκσυγχρονισμό ήταν η προαιώνια ισλαμική παράδοση που στηριζόταν στο Κοράνι και τον Ισλαμικό Νόμο. Μόνο όταν μια ανεξάρτητη Αίγυπτος θα εφάρμοζε ως νόμο του κράτους τον Ισλαμικό Νόμο, υπήρχαν ελπίδες για ανάπτυξη και ευημερία.
Μια προσπάθεια διερεύνησης της σχέσης της Ορθοδοξίας με τη νεωτερικότητα μπορεί να αποκτήσει νέες ποιο ενδιαφέρουσες διαστάσεις στο επίπεδο της σύγκρισης. Για παράδειγμα, ως ποιο βαθμό η Ορθοδοξία διαπλεύχθηκε με τον ελληνικό εθνικισμό, ως ποιο βαθμό λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν; Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές παρουσιάζει η περίπτωσή της με τις αντίστοιχες περιπτώσεις άλλων θρησκειών; Ακόμα πιο σημαντικό: γιατί υπάρχουν οι όποιες διαφορές; Η διερεύνηση τέτοιων ερωτημάτων ιστορικά θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Όσο επιτρέπουν οι γνώσεις του γράφοντος, ωστόσο, τέτοια εγχειρήματα δεν έχουν αναληφθεί.
Η συνάντηση των θρησκειών με τη νεωτερικότητα δεν αποτελεί μόνο ιστορικό φαινόμενο, αλλά μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η νεωτερικότητα δεν είναι ένας νεκρός πολιτισμός του παρελθόντος, αλλά το κυρίαρχο σήμερα πολιτισμικό παράδειγμα. Ούτε η Ορθοδοξία είναι νεκρή θρησκεία χαμένων λαών, αλλά ζωντανή πραγματικότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες θρησκείες που συναντήθηκαν και συνεχίζουν να συναντώνται με τη νεωτερικότητα. Αυτό σημαίνει ότι είτε μιλάμε για τη νεωτερικότητα είτε μιλάμε για τις θρησκείες αναφερόμαστε προφανώς σε σύγχρονες, ζωντανές και συνεχώς εξελισσόμενες πραγματικότητες. Με τον ίδιο τρόπο, εξελίσσεται και η σχέση τους.
Στα πλαίσια αυτής της εξέλιξης έχει διατυπωθεί η θεωρία της εκκοσμίκευσης για τη σχέση της νεωτερικότητας με τη θρησκεία. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η νεωτερικότητα εισήγαγε την ανεξιθρησκία και, επομένως, απεμπόλησε τη θρησκεία από τον δημόσιο χώρο. Οποιοσδήποτε επιθυμεί να ακολουθεί ένα θρήσκευμα μπορεί να το κάνει ελεύθερα, χωρίς, ωστόσο, να προσπαθεί να επιβάλλει την πίστη του σε άλλους. Αν και η ανεξιθρησκία υπήρξε ιδέα που συνδέθηκε με τον Διαφωτισμό, αποτέλεσε ιστορική αναγκαιότητα στη δυτική και κεντρική Ευρώπη η οποία ταλανίστηκε από θρησκευτικούς πολέμους για περισσότερο από έναν αιώνα (16ος-17ος αι.). Η αναγκαιότητα αυτή βρήκε οπωσδήποτε την ώριμη έκφρασή της μέσα σε ένα πνευματικό κίνημα, το οποίο, ήδη απελευθερωμένο από τα δεσμά του θρησκευτικού ελέγχου, έθεσε τη μέχρι τότε απροσπέλαστη θρησκεία στην ερευνητική του μέθοδο και της άσκησε, κατά την προσφιλή του συνήθεια, σκληρή κριτική. Η αθρησκεία, η αθεΐα και αγνωστικισμός προέκυψαν έτσι μάλλον φυσικά και ανώδινα. Η θεωρία της εκκοσμίκευσης στηρίχθηκε στην απλή διαπίστωση ότι ο Διαφωτισμός, η Επιστημονική, Τεχνολογική και Βιομηχανική Επανάσταση και η αναπόδραστη συνεχής πρόοδος αμφισβήτησαν συθέμελα τη θρησκευτική αυθεντία. Καθώς η θρησκεία εξοβελίστηκε σταδιακά από τον δημόσιο χώρο και άρχισε να περιορίζεται στον ιδιωτικό, σύμφωνα πάντα με τη θεωρία της εκκοσμίκευσης, καθίστατο αναπόφευκτο ότι η όλο και μεγαλύτερη πρόοδος του ανθρώπου πάνω στις ράγες της λογικής θα απέκλειε τελικά τη θρησκεία και από τον ιδιωτικό χώρο και θα την καθιστούσε άχρηστη. Όσο περνούν οι δεκαετίες ο άνθρωπος θα τείνει προς την αθεΐα και τον αγνωστικισμό, ενώ οι θρησκείες θα εγκαταλείπονται. Οι μόνες θρησκείες που με δυσκολία θα επιβιώσουν θα είναι τα σύγχρονα θρησκευτικά μορφώματα, συνήθως αμερικανικής κοπής (π. χ. Σαϊεντολογία), τα οποία, αν και μάλλον περιθωριακά, εμφανίζουν έντονα συγκρητιστικά χαρακτηριστικά και, γι’ αυτό, έχουν περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης στη νέα εποχή. Θεωρητικοί, όπως ο αυστριακής καταγωγής Αμερικανός κοινωνιολόγος Πέτρος Λούντβιχ Μπέργκερ, διατύπωσαν και υποστήριξαν τη θεωρία της εκκοσμίκευσης τόσο πειστικά, ώστε, όπως παρατηρήθηκε πρόσφατα, αυτή από απλή θεωρία κατέληξε να καταστεί κανονιστική αρχή. Έφθασε να απορρίπτονται διαφορετικές φωνές μόνο γιατί δεν βρίσκονταν σε σύμπνοια με τη θεωρία της εκκοσμίκευσης.
Η πραγματικότητα όμως δεν έδειξε να ακολουθεί τη θεωρία και περιφρόνησε την κανονιστική αρχή. Αντίθετα με τα αναμενόμενα, οι βασικές μεγάλες παραδοσιακές θρησκείες έδειξαν εξαιρετική ικανότητα επιβίωσης. Τα θρησκευτικά μορφώματα νέας εποχής άρχισαν να φθίνουν ακριβώς λόγω του συγκρητισμού τους, ο οποίος λειτούργησε μάλλον αρνητικά για την εξέλιξή τους, παρά θετικά. Η θεωρία της εκκοσμίκευσης πέρασε τη μεγαλύτερη κρίση της όταν αποδείχθηκε ότι οι παραδοσιακές θρησκείες κέρδιζαν όλο και περισσότερο έδαφος και πολλοί άνθρωποι έδειχναν να επιστρέφουν στις θρησκείες τους. Η θεωρία της εκκοσμίκευσης, κυρίαρχη από τη δεκαετία του ’60, οπότε διατυπώθηκε, ως τη δεκαετία του ’80, φάνηκε να δέχεται ισχυρά πλήγματα στη δεκαετία του ’90. Ο ίδιος ο προαναφερθείς Μπέργκερ έγραψε στα τέλη της δεκαετίας εκείνης για την αναγεννημένη θρησκεία. Η επιστροφή αυτή έγινε συχνά με τρόπο τόσο βίαιο, ώστε προκάλεσε σοκ και δέος. Η κατάρρευση των διδύμων πύργων στη Νέα Υόρκη έφερε τον δυτικό κόσμο μπροστά στην αμείλικτη πραγματικότητα ενός αναγεννημένου Ισλάμ που απαιτούσε εκδίκηση για την ντροπή των Αραβοϊσραηλινών Πολέμων και την παρακμή των μουσουλμανικών χωρών όπου κυριαρχούσαν ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Με αφορμή την περίπτωση του Ισλάμ κυρίως, αλλά και άλλες περιπτώσεις, όπως της αναγέννησης του Ινδουϊσμού στην Ινδία και της σύγκρουσης των Σινχαλέζων και των Ταμίλ στη Σρι Λάνκα, διατυπώθηκε η άποψη ότι η επιστροφή της θρησκείας αποτελεί φαινόμενο που υιοθετείται από λαούς του Τρίτου Κόσμου που επιχειρούν να παλέψουν ενάντια στη νεωτερικότητα, χρησιμοποιώντας ως όπλο τις παραδοσιακές θρησκείες τους. Όσο ενδιαφέρουσα και αν ακούγεται η άποψη αυτή, σίγουρα δεν μπορεί να συμπεριλάβει την έντονα θρησκευτική χροιά που έχει η αναγέννηση της ακροδεξιάς σε χώρες όπως η Γαλλία, η Δανία ή η Ολλανδία. Δεν μπορεί να ερμηνεύσει τη στενή διασύνδεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τη ρωσική διακυβέρνηση του Βλαντίμιρ Πούτιν. Δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να κατανοήσει την άνοδο του έντονα θρησκευτικού εθνικισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκτός και αν θεωρήσουμε τις παραπάνω χώρες ως τριτοκοσμικές. Αλλά τότε ποιες χώρες είναι αυτές που αποτελούν τον Πρώτο Κόσμο; Αφήνουμε στην άκρη την περίπτωση της χώρας μας, όπου η αναγέννηση της ακροδεξιάς είναι στενά συνδεδεμένη με ένα κόμμα που, αν και παραδοσιακά νεοπαγανιστικό, επένδυσε στην Ορθοδοξία και στις ‘προφητείες’ του γέροντα Παϊσίου για να ανέβη εκλογικά από την αφάνεια στην ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία.
Είναι λοιπόν προφανές ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η θρησκεία επιστρέφει με βία και διεκδικεί βίαια ισχύ και επιβολή. Αυτό μάλιστα γίνεται σε βάρος της θεολογίας της κάθε θρησκείας. Είναι μικρή ή ίσως και ανύπαρκτη η επαφή των Αμερικανών εθνικιστών με τη θεολογία του Χριστιανισμού. Αγνοώντας το βάθος της θεολογίας αυτής οι θρησκευόμενοι εθνικιστές, που καταφεύγουν στη θρησκεία περισσότερο ως στοιχείο ταυτότητας παρά ως πίστη, διαμορφώνουν τη δική τους ιδιότυπη λαϊκιστική θεολογία, στην οποία πολλάκις καταφεύγουν και οι επίσημοι εκπρόσωποι της θρησκείας. Βέβαια, η θρησκευτική βία δεν θα πρέπει να απολυτοποιείται, γιατί έχει χρησιμοποιηθεί από τις κατ’ όνομα νεωτερικές δημοκρατίες, με κυριότερο παράδειγμα τις Η.Π.Α., για την περιστολή των δημοκρατιών ελευθεριών των πολιτών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως έδειξε ο τρόπος φυλάκισης στο Αμπού Γκραΐμπ του Ιράκ ή στο Γκουντάναμο της Κούβας, όπου το κριτήριο αθωότητας αντικαταστάθηκε από το κριτήριο ενοχής, αφού πολλοί άνθρωποι φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες και χωρίς να δικαστούν, στερούμενοι το δικαίωμα της υπεράσπισης.
Αποτελεί, όμως, η θρησκευτική βία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Η βία αυτή σε καμία περίπτωση δεν εξαντλεί το φαινόμενο της επιστροφής στη θρησκεία. Δεν μπορεί, όμως, και να αγνοηθεί. Η σχέση της θρησκείας – και μάλιστα της Ορθοδοξίας – με τη νεωτερικότητα θα πρέπει να θεωρηθεί οπωσδήποτε στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο των συγχρόνων μεταβολών. Η παραδοσιακή επιχειρηματολογία για μια συνάντηση μιας προνεωτερικής θρησκείας με τον σύγχρονο πολιτισμό δεν αρκεί πια. Είναι παρωχημένη και άσχετη με την τρέχουσα πραγματικότητα. Εδώ αδρομερώς περιγράψαμε τη βάση στην οποία πρέπει να κτιστεί η σύγχρονη συζήτηση που θα προσπαθήσει να κατανοήσει τα σύγχρονα προβλήματα και να αντιληφθεί πώς οι ισχυρές παραδοσιακές θρησκείες μπορούν να συμβάλλουν στην καταπολέμηση μιας επικίνδυνης βίας, την οποία τα νεωτερικά μας επιτεύγματα μπορούν μόνο να υπηρετήσουν και σίγουρα όχι να αντιμετωπίσουν.
Τολμούμε να υποστηρίξουμε ότι η νεωτερικότητα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα σύγχρονα βίαια φαινόμενα, γιατί πεποίθηση του γράφοντος είναι ότι η θρησκευτική βία έχει σήμερα μια αλαζονεία, μπροστά στην οποία η νεωτερικότητα στέκεται με αμηχανία. Η αμηχανία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η νεωτερικότητα συμπεριφέρθηκε πάντοτε στους πολιτισμούς τους οποίους συνάντησε με εκπληκτική αλαζονεία. Αντιμετωπίζοντας τώρα η ίδια την αλαζονεία δεν γνωρίζει πώς να αντιδράσει και μουδιάζει, παραλύει. Αυτό το σημείο όμως χρειάζεται μια καλύτερη ανάλυση.
Συνεχίζεται
Λάμπρος Αναστ. Ψωμάς
Θεολόγος-Ιστορικός