Αφορμή για όσα θα ακολουθήσουν στάθηκε το άρθρο του Alex Preston «Ο πόλεμος κατά των ανθρωπιστικών επιστημών στα βρετανικά πανεπιστήμια/The war against humanities at Britain’s universities» στην αγγλική εφημερίδα The Guardian (έκδοση 29/03/15), στο οποίο παρουσιάζει δυο θλιβερές αλήθειες: την παράδοση της εκπαίδευσης στα χέρια τεχνοκρατών και την μείωση της χρηματοδότησης για τις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Από την μια μεριά τα βρετανικά πανεπιστήμια έχουν κυριολεκτικά παραδοθεί σε τεχνοκράτες (management), οι οποίοι θέτουν στόχους, αναλύουν αριθμούς, κάνουν προβλέψεις μακρο- και βραχυπρόθεσμες, συλλέγουν στοιχεία που μπορούν να αναλυθούν ποιοτικά και ποσοτικά (qualitative and quantitative analysis) και λαμβάνουν στρατηγικές αποφάσεις χαμηλού ως επί το πλείστον ρίσκου ακόμη και για το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών. Από την άλλη, οι ανθρωπιστικές επιστήμες λαμβάνουν κάθε χρόνο χαμηλότερη χρηματοδότηση για έρευνα. Έτσι, όχι μόνο μειώνονται σταδιακά τα τμήματα που παρέχουν τέτοιου είδους εκπαίδευση, αλλά και οι ακαδημαϊκοί αντιμετωπίζονται ως επιστήμονες μόνο εφόσον μπορούν να «παράγουν» μαγικούς αριθμούς. Μπορεί κανείς να κατανοήσει πως τα δυο στοιχεία είναι αλληλένδετα. Πώς μπορεί ένας ιστορικός, θεολόγος, φιλόσοφος ή φιλόλογος να αιτιολογήσει σε έναν τεχνοκράτη την επιστημονική φύση της εργασίας του, χωρίς να παρουσιάσει δεδομένα που έχουν μετρήσιμο αντίκτυπο (impact);
Η διαφήμιση μιας τράπεζας μας υπενθυμίζει ότι «πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν οι άνθρωποι». Ωστόσο, είναι πλέον κοινός τόπος ότι οι άνθρωποι αποτελούν απλά δεδομένα που επαληθεύουν τους αριθμούς και μόνο στον βαθμό που η παρουσία τους δεν έρχεται σε αντίθεση με όσα σημαίνουν οι αριθμοί. Το ίδιο συμβαίνει και με όσους ασχολούνται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, καθώς καλούνται να αποδείξουν την χρησιμότητα της επιστήμης τους μέσα από την έκθεση αριθμών και μετρήσιμων δεδομένων. Η ύπαρξή τους νομιμοποιείται μόνο στην περίπτωση που οι αριθμοί συνηγορούν υπέρ τους.
Στο βιβλίο του Wahrheit und Methode (Αλήθεια και Μέθοδος) ο Hans-Georg Gadamer είχε εντοπίσει τις ιστορικές απαρχές της λογικής της σταδιακής περιθωριοποίησης των ανθρωπιστικών σπουδών (Geisteswissenschaften) σε ένα παράδοξο που εμφανίζεται με την μοντερνικότητα. Από τον Διαφωτισμό μέχρι και σήμερα ο άνθρωπος αποκηρύσσει τον σκοταδισμό και τις αυθεντίες, αναζητά την προσωπική του αλήθεια και πρόοδο (εξού το Wahrheit/Αλήθεια του τίτλου), αλλά στρέφεται όλο και λιγότερο στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ζούμε, λοιπόν, στην εποχή του ανθρωπισμού δίχως τον άνθρωπο.
Κατά Gadamer, αιτία αυτού του παράδοξου είναι η επικράτηση ενός όλο και πιο περιορισμένου ιδεολογικά επιστημονικού μοντέλου με σημαντική έμφαση στην επιστημονική μέθοδο (εξού το Methode/Μέθοδος). Ως επιστήμη ορίζεται οτιδήποτε μπορεί να παράγει δεδομένα που μπορούν να αναλυθούν, να οδηγήσουν σε προβλέψεις και στη συνέχεια να επαληθευτούν. Έτσι, οι ανθρωπιστικές επιστήμες αντιμετωπίζονται ως «επιστήμες» μόνο εφόσον μπορούν να ακολουθήσουν/επαληθεύσουν την παραπάνω μεθοδολογία. Για παράδειγμα, τι επιστημονική αξία έχει μια ιστορική παρατήρηση, εάν δεν μπορεί να επαληθευτεί και να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμη ή βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη με συγκεκριμένο αντίκτυπο (impact); Τι αξία έχει η φιλοσοφία, εάν αποτελεί απλές σκέψεις χωρίς να προτείνει μετρήσιμες και κοστολογημένες λύσεις; Όμως, στην προσπάθειά τους να μιμηθούν την μέθοδο των θετικών επιστημών, οι ανθρωπιστικές επιστήμες απώλεσαν την αληθινή τους φύση. Έτσι, κατάντησαν στο περιθώριο ως αδέξιες απομιμήσεις των θετικών επιστημών. Χρειαζόμαστε λοιπόν τις ανθρωπιστικές επιστήμες;
Η απάντηση του Gadamer είναι ότι οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν θα έπρεπε να ακολουθούν την αυστηρώς ορισμένη «επιστημονική» μέθοδο που ορίζει την σχέση παρατήρησης-πρόβλεψης-πειράματος-επαλήθευσης. Αντίθετα, η χρησιμότητα των ανθρωπιστικών επιστημών έγκειται στο ότι, ακριβώς, δεν περιορίζονται από την επιστημονική μέθοδο, καθώς φέρουν ιδιαίτερη μέθοδο. Η μέθοδος των ανθρωπιστικών επιστημών, κατά Gadamer, πρέπει να χαρακτηρίζεται από την έννοια του Bildung (πολιτισμός/μόρφωση/παιδεία). Δηλαδή, ο ανθρωπισμός ως στοχασμός προς τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής, πρέπει να αποσκοπεί μόνο στην δημιουργία πολιτισμού. Ο Gadamer αποδίδει τον πολιτισμό με την λέξη Bildung και όχι Kultur, διότι μέσα στην λέξη Bildung υπάρχει η ρίζα bilden που στα γερμανικά σημαίνει χτίζω, μορφώνω, σχηματίζω, μορφοποιώ και εκπαιδεύω. Η μέθοδος, λοιπόν, των ανθρωπιστικών σπουδών ορίζεται από τον αντικειμενικό στόχο τους που είναι η καλλιέργεια του πνεύματος (Geist) και η δόμηση πολιτισμού.
Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, oι νόμοι της φύσης per se (η οικονομία έχει ήδη κηρυχθεί ως φυσική δύναμη με αυτόνομη λειτουργία πέρα από τον άνθρωπο) δεν καλούν τον άνθρωπο σε μορφοποίηση ή δόμηση. Όταν ο Νεύτωνας, για παράδειγμα, εξέφρασε τη θεωρία της παγκόσμιας έλξης, εξέθεσε την αιτία που ένα δέντρο που κόβεται πέφτει προς τα κάτω χωρίς να θέσει ζητήματα περί της ελεύθερης βούλησης του δέντρου ή της οικολογικής συνείδησης του ξυλοκόπου. Αντίθετα, όταν ένας κοινωνιολόγος αναλύει ένα κοινωνικό φαινόμενο ή ένας ιστορικός εστιάζει σε μια λεπτομέρεια του παρελθόντος, η μέθοδος που ακολουθεί πρέπει να έχει ως στόχο να καλέσει την κοινωνία να τοποθετηθεί, να επαναπροσδιορίσει τους δεσμούς/θεσμούς που την ορίζουν, να σχηματίσει κοινωνική συνείδηση, και να αναλογιστεί τον τρόπο που τα άτομα αλληλεπιδρούμε ως μέλη ενός συνόλου.
Το κλειδί για τον ορισμό, λοιπόν, της χρησιμότητας των ανθρωπιστικών σπουδών είναι η διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτισμικής αλληλεπίδρασης. Οι επιστήμες αυτές πρέπει να έχουν ως στόχο την μόρφωση και την μορφοποίηση της κοινωνίας με αφετηρία και τέρμα τον ίδιο τον άνθρωπο και τον τρόπο που αυτός αλληλεπιδρά μέσα στην κοινωνία. «Τι κοινωνία φτιάχνουμε;». Αυτό θα μπορούσε να είναι πολύ σύντομα το ερώτημα που κάθε ανθρωπιστική επιστήμη καλείται να απαντήσει και ταυτόχρονα η μεθοδολογία της.
Οι ανθρωπιστικές επιστήμες δείχνουν να χάνουν τον πόλεμο που ανεπίσημα τους έχει κηρυχθεί. Αρκετά πανεπιστήμια τερματίζουν τέτοιου είδους προγράμματα και στην θέση τους συγκροτούν τμήματα οικονομικών, τεχνολογίας ή επιστημών. Έχοντας απεμπολήσει την αληθινή τους ουσία και μέθοδο, έχοντας καταντήσει απλή απομίμηση της επιστημονικής μεθόδου των θετικών ή οικονομικών επιστημών, οι ανθρωπιστικές επιστήμες δείχνουν ανίκανες να λυτρώσουν την κοινωνία από το παράδοξο του ανθρωπισμού δίχως τον άνθρωπο. Ωστόσο, ίσως η ίδια η κοινωνία να απαιτήσει οι επιστήμες αυτές να ξαναβρούν την πραγματική τους φύση.
Ευάγγελος Μπάρτζης
Θεολόγος