ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Υπάρχει σε εξέλιξη μια συζήτηση για το Ισλάμ στην Ευρώπη. Έχει τεθεί το ζήτημα του κατά πόσο οι γνωστές ευρωπαϊκές αξίες της διαφύλαξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των πολιτών, των πολιτικών ελευθεριών, της ισότητας, ισονομίας και ισοπολιτείας και του σεβασμού των μειονοτήτων μπορούν να διατηρηθούν σε μια Ευρώπη, όπου το Ισλάμ αυξάνει την πληθυσμιακή του παρουσία και η φωνή του ακούγεται όλο και πιο ηχηρή. Το παρακάτω κείμενο δεν φιλοδοξεί να επιλύσει το πρόβλημα, γιατί ο συγγραφέας του δεν πιστεύει ότι διαθέτει την ανάλογη σκευή. Πάντως, θα επιχειρήσει να θέσει το όλο θέμα σε μια βάση που ίσως φανεί ενδιαφέρουσα.

Έθνος-κράτος

Το κυρίαρχο πρότυπο κράτους στην Ευρώπη σήμερα είναι το έθνος-κράτος, η κατάσταση, δηλαδή, στην οποία το κάθε έθνος έχει το δικό του ανεξάρτητο κράτος (Ελλάδα για Έλληνες). Το έθνος-κράτος στηρίχθηκε στην εθνική ομοιογένεια, σύμφωνα με την οποία σε κάθε κράτος κυριαρχεί μία μόνο εθνότητα, αν και, στα πλαίσιά του, μπορούν να συμβιώνουν μειονότητες (οι Έλληνες κυριαρχούν στην Ελλάδα). Η εθνική ομοιογένεια επιτεύχθηκε, σε πολλές περιπτώσεις, με δύσκολα μέσα: με πολέμους, εθνοκαθάρσεις, γενοκτονίες και ανταλλαγές πληθυσμών. Συχνά διαμορφώθηκε μετά από πολλά χρόνια διεργασιών. Για παράδειγμα, στη χώρα μας ξεκίνησε με την Επανάσταση και ολοκληρώθηκε με την τελευταία ανταλλαγή· κράτησε, δηλαδή, λίγο περισσότερο από έναν αιώνα (1821-1923). Η επώδυνη αυτή διαδικασία, όμως, ολοκληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στη σύγχρονη Ευρώπη και τελικά εξασφάλισε την πολυπόθητη ομαλότητα και σταθερότητα στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Επίσης, παρά τις πάμπολλες πολιτικές περιπέτειες που είχαν τα διάφορα έθνη-κράτη, στα περισσότερα από αυτά επικράτησε η δημοκρατία. Είναι, έτσι, γεγονός ότι ιστορικά τα μόνα κράτη στα οποία ευδοκίμησε η δημοκρατία ήταν τα έθνη-κράτη που χαρακτηρίζονταν από εθνική ομοιογένεια. Δεν είχαν πάντα όλα τα έθνη-κράτη δημοκρατία, αλλά η δημοκρατία αναπτύχθηκε πάντοτε μέσα στο περιβάλλον των εθνών-κρατών.

Πολυπολιτισμικότητα

Κατά τη δεκαετία του 1980 φούντωσε η συζήτηση για την πολυπολιτισμικότητα και στην επόμενη δεκαετία ενθαρρύνθηκε η μετανάστευση. Παράλληλα, ειδικές νομοθεσίες των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών προστάτευσαν τη μετανάστευση και τα δικαιώματα των μειονοτήτων που είχαν ήδη διαμορφωθεί ή διαμορφώνονταν, λόγω πολλών παραγόντων, μεταξύ των οποίων η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και η πολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Ήταν προφανές τη δεκαετία του 1990 ότι η Ευρώπη εγκατέλειπε την εθνική ομοιογένεια και με τα δημοκρατικά αντανακλαστικά του έθνους-κράτους αποδεχόταν τους μετανάστες, έτοιμη να διαμορφώσει και τη σχετική νομοθεσία για να τους προστατεύσει. Οι κυβερνήσεις της εποχής, όμως, προέβησαν στις κινήσεις αυτές, χωρίς να έχουν απαντήσει στο ερώτημα: αφού επιστρέφουμε σε εποχές προ της ομαλότητας της εθνικής ομοιογένειας, μήπως επιστρέφουμε στην εποχή των συγκρούσεων και των βιαιοτήτων; Φωνές υπεράσπισης του έθνους-κράτους και της εθνικής ομοιογένειας θεωρήθηκαν συλλήβδην εθνικιστικές και απορρίφθηκαν. Αρκούσε, όμως, η ταμπέλα για να σβήσει την ουσία του ερωτήματος; Φυσικά όχι. Το ερώτημα παρέμεινε αναπάντητο και σαν σε νομοτέλεια – όποιος δεν γνωρίζει ιστορία είναι καταδικασμένος να την επαναλάβει – επιστρέφουμε σε καταστάσεις συγκρουσιακές.

Μετανάστευση

Οπωσδήποτε με τον όρο πολυπολιτισμικότητα εννοούμε την κατάσταση στην οποία σε ένα κράτος συνυπάρχουν διαφορετικές θρησκείες και γλώσσες, δηλαδή διαφορετικοί πολιτισμοί. Υπό αυτό το φως εξηγείται και η σύγχρονη συνεχής επανάληψη του όρου κοινωνία των πολιτών, καθώς όλοι γίνονται πολίτες (και όχι μόνο όσοι ανήκουν στο έθνος) και έχουν ίσα δικαιώματα. Ως φοιτητής στα πρώτα χρόνια των σπουδών μου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 άκουσα πολλές φορές τη φράση κοινωνία των πολιτών και αδυνατούσα να καταλάβω τι είναι αυτό και σε τι διαφέρει από την κοινωνία των Ελλήνων πολιτών, όπως τη γνώριζα ως τότε. Ο νεολογισμός, ωστόσο, προϋποθέτει την πολυπολιτισμικότητα και στερείται περιεχομένου με όρους έθνους-κράτους, στο οποίο είχα μάθει να ζω και να σκέπτομαι. Έτσι, χάνεται η λογική ότι βάση του κράτους είναι το έθνος, που χάνει πια τη σημασία του, οπότε καταρέει και το έθνος-κράτος, καθώς το κράτος αλλάζει χαρακτήρα. Η εγκατάλειψη του προτύπου του έθνους-κράτους εγείρει και το ερώτημα του κατά πόσον μπορεί να διατηρηθεί η δημοκρατία έξω από τα όρια του έθνους-κράτους, αφού, όπως προειπώθηκε, δεν γνωρίζουμε δημοκρατία στη σύγχρονη εποχή έξω από τα όρια του έθνους-κράτους. Υποθέτουμε, όμως, ότι, όπως συνέβη με την εγκατάλειψη της εθνικής ομοιογένειας, έτσι και με την εγκατάλειψη του έθνους-κράτους η έγερση και μόνο του ερωτήματος επισύρει την κατηγορία του εθνικού φανατισμού. Η ταμπέλα του φανατικού, ωστόσο, δεν ξορκίζει το κακό· το ερώτημα παραμένει αναπάντητο.

            Πάντως, θα πρέπει να προστεθεί και μια άλλη διάσταση για την πολυπολιτισμικότητα. Στην Ευρώπη η πολυπολιτισμικότητα βασίζεται στη μετανάστευση και η μετανάστευση, εκτός από ενδοευρωπαϊκή που δεν ενισχύει και τόσο την πολυπολιτισμικότητα, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από ισλαμική. Μια ματιά στον χάρτη μάς δείχνει ότι οι μετανάστες δεν έρχονται από τον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό ή από τη Βόρεια Αμερική, μέσω Ατλαντικού Ωκεανού, αλλά από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Είναι, όμως, γνωστό ότι από το Μαρόκο και τις βορειοαφρικανικές ακτές του Ατλαντικού ως τον Ινδό ποταμό και από τον Καύκασο ως την έρημο Σαχάρα οι άνθρωποι είναι Μουσουλμάνοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Επομένως, όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες ενθάρρυναν τη μετανάστευση και μιλούσαν για πολυπολιτισμικότητα και κοινωνία των πολιτών εννοούσαν πολύ απλά: το Ισλάμ στην Ευρώπη. Ουδέν απλούστερον τούτου. Πρόσφατα κάποιος καλός φίλος με κατηγόρησε ότι πιστεύω σε θεωρίες συνωμοσίας, όταν του τόνισα το γεγονός. Δεν συνιστά, όμως, θεωρία συνομωσίας η απλή παρατήρηση του χάρτη.

Ισλάμ

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες που ενθάρρυναν τη μετανάστευση Μουσουλμάνων στην Ευρώπη και προετοίμασαν το έδαφος με την πολυπολιτισμικότητα και την κοινωνία των πολιτών είχαν για το Ισλάμ ορισμένα δεδομένα. Τα γνώριζαν οι πρωτοετείς φοιτητές των πανεπιστημιακών Σχολών πολιτικών και κοινωνικών επιστημών και Θεολογίας· είναι δύσκολο να θεωρήσουμε ότι δεν τα γνώριζε η ευρωπαϊκή ηγεσία. Τα δεδομένα αυτά είναι κυρίως τα ακόλουθα:

  1. Το Ισλάμ δυσκολεύεται να κάνει διάκριση μεταξύ θρησκείας και κράτους. Παραδοσιακά στο Ισλάμ και ως την πτώση των Οθωμανών σουλτάνων οι πολιτικοί ήταν και ανώτατοι θρησκευτικοί ηγέτες (χαλιφάτο). Παλιότερα είχαμε γράψει ένα άρθρο για τη διάκριση μεταξύ Ισλάμ και Ισλαμισμού στο οποίο και παραπέμπουμε για τα περαιτέρω. Εδώ αρκεί να υπογραμμίσουμε ότι οι Άραβες εθνικιστές και οι Τούρκοι κεμαλιστές έκαναν προσπάθειες δημιουργίας εκκοσμικευμένων κρατών, αλλά απέτυχαν. Την αποτυχία τους ακολούθησε η επιστροφή του Ισλαμισμού από τη δεκαετία του 1990.
  2. Το Ισλάμ ριζοσπαστικοποιείται. Ήδη από τη δεκαετία του 1990 φαινόταν ότι η επιστροφή του Ισλαμισμού είχε σημαντικές επιπτώσεις. Οι Ισλαμιστές εμφορούνταν από ριζοσπαστικότερες ιδέες και πολιτικές και γίνονταν βιαιότεροι, βγαίνοντας στο προσκήνιο. Συμπερέσυραν έτσι τη θρησκεία, επαναφέροντάς την στο δημόσιο χώρο. Αυτό δεν ήταν αποκλειστικά ισλαμικό φαινόμενο και η επιστημονική κοινότητα το είχε βέβαια προσέξει και το τόνιζε. Το τρομοκρατικό κτύπημα στους Δίδυμους Πύργους στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 αποτέλεσε την τρανή απόδειξη της νέας πραγματικότητας, την οποία οι επιστήμονες ήδη γνώριζαν και υπογράμμιζαν στα πονήματά τους.
  3. Οι Μουσουλμάνοι κυριαρχούν πληθυσμιακά. Η αποδοχή Μουσουλμάνων μεταναστών σε μια χώρα σημαίνει ότι οι αυτοί θα αποτελέσουν σταδιακά όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Αυτή είναι μια πολύ κοινή παρατήρηση. Το ποιο είναι ακριβώς το αποτέλεσμα της πραγματικότητας αυτής φαίνεται από παραδείγματα χωρών που την έχουν αντιμετωπίσει. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο Λίβανος, ο οποίος ξεκίνησε την ανεξάρτητη ιστορική του πορεία ως κατά βάση χριστιανικό κράτος, αποσταθεροποίηθηκε με την αποδοχή των Παλαιστινίων μεταναστών, μπήκε σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και βρήκε μια ισορροπία όταν η πραγματική εκτελεστική εξουσία πέρασε από τους Μαρωνίτες Χριστιανούς στους Σουνίτες Μουσουλμάνους. Οι ντόπιοι, κάποτε πλειοψηφούντες Χριστιανοί, αποτελούν σήμερα μειονότητα στη χώρα τους. Αυτή η δημογραφική πραγματικότητα αποτελεί συχνά επιχείρημα στο στόμα Μουσουλμάνων ηγετών και είναι εδώ και δεκαετίες γνωστή στο Ισραήλ, το οποίο παίρνει συχνά ακραία μέτρα, για να την αντιμετωπίσει (ύψωση τειχών, πολιτικές εθνοκάθαρσης κ.λπ.)· το Ισραήλ, άλλωστε, είναι προσδεδεμένο στη λογική του έθνους-κράτους και της εθνικής ομοιογένειας.

            Τα δεδομένα αυτά, γνωστά εδώ και δεκαετίες, συνέθεταν την εξής εικόνα: η είσοδος Μουσουλμάνων μεταναστών στην Ευρώπη συνεπάγεται την είσοδο ανθρώπων που, σε πολλές περιπτώσεις και όχι πάντοτε, αδυνατούν να κατανοήσουν τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό, ακόμη λιγότεροι αλλά οι περισσότερο φωνασκούντες εξ αυτών σκέπτονται με όρους κυριαρχικούς και ριζοσπαστικούς, προσπαθώντας να επιβληθούν και όχι να αφομοιωθούν. Παράλληλα, το ποσοστό τους επί του συνολικού πληθυσμούς αυξάνεται σταδιακά όλο και περισσότερο. Φυσικά, σε αντίδραση των φαινομένων αυτών, επανέρχεται ο φανατικός εθνικισμός, ξαναξυπνούν τα ναζιστικά-φασιστικά φαντάσματα του παρελθόντος και η Ευρώπη, σταδιακά, λιβανοποιείται.

Παράξενες φωνές

Φυσικά υπάρχουν πολιτικές φωνές που προτείνουν λύσεις. Δεν είναι σκοπός του άρθρου αυτού η ανάλυσή τους. Σκοπός είναι να επικεντρωθεί η προσοχή του σεβαστού αναγνώστη στις απόψεις πνευματικών ανθρώπων και πολιτικών που υψώνουν μια αναπάντεχα παράξενη φωνή. Ακούγεται, λοιπόν, η αναγκαιότητα της περιστολής των δημοκρατικών ελευθεριών για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, που βέβαια – δεν χρειάζεται να το κρύψουμε – είναι σήμερα ισλαμική. Στο όνομα της διαφύλαξης του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους υψώνονται φωνές καταδίκης του Ισλάμ ως θρησκείας γενικά και των Μουσουλμάνων συλλήβδην («με τους Μουσουλμάνους δεν πρόκειται να συνεννοηθούμε») και μάλιστα από πολιτικούς και πνευματικούς ανθρώπους που, με τον κίβδηλο τρόπο με τον οποίο τοποθετούμε ταμπέλες στους ανθρώπους, τους έχουμε εντάξει στον προοδευτικό χώρο. Όπως επίσης έχει παρατηρηθεί στην επιστημονική κοινότητα, η επιστροφή της θρησκείας στον δημόσιο χώρο και η πρακτική κατέρρευση της θεωρίας της εκκοσμίκευσης έχει χρησιμοποιηθεί συχνά ως επιχείρημα για την περιστολή δημοκρατικών ελευθεριών. Το παράδειγμα των φυλακών του Αμπού Γκράιμπ και του Γκουαντάναμο, όπου κρατούνται πολίτες ύποπτοι για σχέσεις με την τρομοκρατία και όχι καταδικασμένοι από δικαστήρια για τις σχέσεις αυτές, αποδεικνύουν περίτρανα του λόγου το ασφαλές. Πριν είκοσι ή τριάντα χρόνια δύσκολα θα δεχόμασταν την παρακολούθηση της ζωής μας από τις αρχές. Τώρα μπορούμε να το δεχθούμε ευκολότερα, αφού θα είναι «για το καλό μας». Ο σεβασμός του ατόμου, το τεκμήριο αθωότητας και άλλες αρχές και αξίες που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια των συγχρόνων δημοκρατικών εθνών-κρατών μπορούν να εγκαταλειφθούν ευκολότερα καθώς τα αντανακλαστικά των πολιτών τείνουν να μπουν σε καταστολή.

Συμπερασματικά

Αν επιστρέψουμε στη βάση από την οποία ξεκινήσαμε, τα φαινόμενα αυτά δείχνουν να εξηγούνται ευκολότερα: εγκαταλείψαμε την εθνική ομοιογένεια και επιστρέψαμε στις εσωτερικές συγκρούσεις. Εγκαταλείψαμε το έθνος-κράτος και μοιραία οπισθοδρομούμε αφήνοντας κατά μέρος τη δημοκρατία. Είναι αλήθεια δύσκολο να απαντήσεις στο ερώτημα: με ποια δημοκρατικά όπλα μπορείς να πολεμήσεις αυτούς που πολεμούν τη δημοκρατία, χρησιμοποιώντας τις δημοκρατικές ελευθερίες;

            Αφήνουμε για το τέλος ένα ερώτημα που δεν μπορούμε να απαντήσουμε – μόνο εικασίες έχουμε κάνει και δεν είναι ανάγκη να καταφεύγουμε σε αυτές όταν αδυνατούμε να δώσουμε σοβαρή απάντηση. Γιατί οι Ευρωπαίοι ηγέτες άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου, ενώ είχαν μπροστά τους όλα τα δεδομένα; Η απάντηση που έχει δοθεί είναι ότι υπολόγισαν την έλλειψη εργατικού δυναμικού που αποτελούσε τροχοπέδη στην ανάπτυξη και πίστεψαν ότι στο ευρωπαϊκό δημοκρατικό περιβάλλον σεβασμού όλων από όλους οι διαφορετικοί άνθρωποι, άρα και οι Μουσουλμάνοι, θα αφομοιώνονταν αρμονικά. Ακόμα και αν αυτό ίσως ισχύει γενικά, τα δεδομένα που περιγράψαμε παραπάνω αφήνουν έξω μια σημαντική μερίδα δραστήριων ανθρώπων με βίαιες τάσεις και καθιστούν την άποψη αυτή αφελή. Η ευρωπαϊκή ηγεσία, λοιπόν, υπήρξε τουλάχιστον αφελής. Οι παράξενες φωνές που ακούγονται τελευταία προέρχονται συχνά από αυτούς τους αφελείς. Όπως τότε, έτσι και τώρα οι προσεγγίσεις τους αξίζουν περιφρόνησης, γιατί η αφέλεια είναι συχνά επικίνδυνη.

Λάμπρος Αναστ. Ψωμάς

Θεολόγος-Ιστορικός

Κοινοποίηση:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Εγγραφείτε στο μηνιαίο newsletter μας

Για να μαθαίνετε τα νέα του σχολείου μας και τα τελευταία ενδιαφέροντα άρθρα του HEAculture