ΕΝΑ ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Ιδού ένας ορισμός της εξουσίας:

Εξουσία είναι ο όρος ο οποίος δηλώνει την ικανότητα και τη δυνατότητα ορισμένων ατόμων, ομάδων είτε συνολικά της κοινωνίας, να διαμορφώνουν, να προωθούν και να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους ως συγκεκριμένη βούληση, να επιδρούν σε ορισμένα πεδία της κοινωνικής ζωής, έτσι ώστε να προσανατολίζουν και να υποτάσσουν δραστηριότητες, αντιλήψεις και συμπεριφορές σύμφωνα με αυτά τα συμφέροντα[1].

Από τον ορισμό και μόνο κατανοούμε αρχικά την εξουσία και το λόγο για τον οποίο αυτή ασκείται. Όμως φτάνει και μόνο η καταγωγή της λέξης ώστε να αποσαφηνίσουμε ακόμα περισσότερο τη λειτουργικότητά της, καθώς προέρχεται από τη λέξη «έξεστι» η οποία σημαίνει «επιτρέπεται, είναι δυνατόν». Με αυτόν τον ετυμολογικό προσδιορισμό της, συμπεραίνουμε ότι δεν πρόκειται μόνο για μια λειτουργία η οποία χρησιμοποιείται από τους κυρίαρχους στους ασθενέστερους σε μια οποιαδήποτε ιστορική συγκυρία, αλλά για μια γενικευμένη αλληλεπίδραση ανάμεσα στα υποκείμενα στα πλαίσια της βιοεξουσίας και βιοπολιτικής[2].

Αναφερόμενοι στην εξουσία[3], δεν αναφερόμαστε σε μια απλή γραμμική δράση μεταξύ των υποκειμένων, αλλά σε ένα σύνθετο πλέγμα δράσεων – δυνάμεων, οι οποίες ασκούνται ταυτόχρονα εκατέρωθεν[4]. Εμφανίζονται και χρησιμοποιούνται σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας είτε μέσω μιας έκδηλης επιθετικότητας, είτε μέσω μιας φαινομενικά αμυντικής και συνάμα άδηλης και υφέρπουσας επιθετικότητας. Εξουσία η οποία λειτουργεί είτε μέσω σχέσεων νοήματος των υποκειμένων, είτε μέσω παραγωγικών σχέσεων. Δια μέσω αυτού του πλέγματος παράλληλων και ταυτόχρονων δράσεων, εκδηλώνονται οι αντιθέσεις, με τελική κατάληξη τη σύγκρουσή και τη μετέπειτα συναίνεση[5][6]. Μια συναίνεση η οποία οδηγεί σε περαιτέρω αντικειμενοποιήσεις, δημιουργώντας νέες αντικειμενικές συνθήκες, ανατρέποντας ή διατηρώντας την παροντική σύνθεσή τους, με αποτέλεσμα την ανάδυση νέων υποκειμενικοτήτων.

Στο παρόν σημείο αξίζει να σημειώσουμε ότι τα υποκείμενα είναι το ιζηματογενές αποτέλεσμα[7] της επιτελεστικότητας της εξουσίας. Αναφερόμαστε στο έλλογο ον του Διαφωτισμού, καθώς αντικειμενοποίηση μπορεί να υπάρξει μόνο στα πλαίσια μιας οργανωμένης κοινωνίας. Τα αλλοτριωμένα[8][9][10] υποκείμενα έχοντας απωλέσει σημαντικό μέρος της φυσικής τους οντότητας, αποσχισμένα από την αναρχία της φύσης και οριοθετημένα εντός ενός ορθολογικού πλαισίου κοινωνικής οργάνωσης, αποκτούν προοπτικές εξέλιξης και ανάπτυξης οι οποίες θα ήταν αδύνατες στην πρότερη, εκτός κοινωνίας, κατάσταση.

Οι δράσεις, στα πλαίσια της καθημερινότητας και της ηθικής[11][12][13], συντελούν στη νοηματοδότηση του υποκειμένου, στη δημιουργία του ψηφιδωτού των αντικειμενικοτήτων του και στο περιβάλλον στο οποίο οριοθετείται. Αναφερόμαστε στην ταυτότητα του υποκειμένου, την εικόνα, το συναίσθημα, τη συνείδηση[14]. Αν και είναι κατακερματισμένη σε ρόλους, είναι η ενότητα αυτών που δομούν το υποκείμενο, ακόμα και όταν αυτό υπό την επίδραση της εξουσίας, που δέχεται και ασκεί, αλλάζει και μεταμορφώνεται σε κάτι διαφορετικό ή απλά νεότερο του προηγούμενου. Μια ασκούμενη εξουσία η οποία μπορεί να προέρχεται, εξωτερικά, υπό τον έλεγχο κάποιας εξάρτησης, ή εσωτερικά, από την προσκόλληση στην ταυτότητά του μέσω της συνείδησης. Αναφερόμενοι στην εξελικτική πορεία του υποκειμένου, οφείλουμε να επισημάνουμε τον κίνδυνο που ελοχεύει, καθώς πρόκειται για μια διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει σε μια παρανόηση της παροντικής κατάστασης και της μελλοντικής της προοπτικής, μέσω μιας λανθασμένης αντικειμενοποίησης, και συνεπώς σε μια οπισθοδρόμηση και περιχαράκωση ορίων ξεπερασμένων και αποκρυσταλλωμένων.

Θάρρος και ταπείνωση, λογική και παραλογισμός, αμφιβολία και πίστη, δημιουργία και καταστροφή σε έναν αέναο κύκλο εξουσίας και ατελούς ιδιοποίησης νοημάτων και μέσων. Πραγμοποίηση, δημιουργία αποκειμένων, στιγματισμένων[15], οι οποίοι τίθενται στο περιθώριο της κοινωνικής ολότητας, για τον σωφρονισμό[16] τους στις προσταγές της κυρίαρχης εξουσίας, με απώτερο σκοπό την αναπαραγωγή των κυράρχων προταγμάτων, τη διατήρηση του statusquo, ή ακόμα και την ικανοποίηση των ιμπεριαλιστικών[17] διαθέσεων της αυτοκρατορίας[18]. Μια εξουσία κυρίαρχο δομικό συστατικό της κοινωνίας καθώς δεν μπορεί να νοηθεί καμία χωρίς αυτήν. Δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σαν αφαίρεση, μια ουτοπία η οποία, και ιδιαίτερα λόγω της γοητείας που ασκεί, ενδέχεται να υποθάλπτει μια δυστοπία.

Για να κατανοηθεί βέλτιστα ο ρόλος της εξουσίας όχι μόνο ανθρωποκεντρικά, αλλά και στην κοινωνική ολότητα οφείλουμε να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο δρα στα υποκείμενα. Αρχικά παρατηρούμε τις διαφοροποιήσεις οι οποίες αναπαράγονται μέσα στην κοινότητα. Διαφορές σχετικά με τα προνόμια, την οικονομική κατάσταση, τη νομική ή παραδοσιακή θέση και οι οποίες προκαλούν ανισότητες. Ανισότητες οι οποίες επιβάλλονται και διατηρούνται χρησιμοποιώντας κάθε μορφή βίας (φυσική, συμβολική, ή συναινετική), έχοντας σαν σκοπό την αύξηση της εξουσίας συγκεκριμένων υποκειμένων ή κοινωνικών ομάδων πάνω σε άλλα υποκείμενα ή ομάδες. Όπως προαναφέραμε, η εξουσία δεν ασκείται απαραίτητα από την κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας προς τα κάτω, αλλά μπορεί να ασκηθεί από το κάθε σημείο, με την ένταση των ασκούντων δράσεων να είναι ανάλογη της αποτελεσματικότητας που καλούνται να επιδείξουν, αναφορικά με διατήρηση ή κατάκτηση προνομίων. Σε αυτό το σημείο, γίνεται κατανοητή η σημασία των εργαλειακών τροπικοτήτων άσκησης της εξουσίας, καθώς οι δράσεις είναι βίαιες ή συναινετικές. Εξαναγκασμός ή αναπαραγωγή, δράσεις διαφορετικές, αλλά πολλές φορές αλληλένδετες όπου η μία ακολουθεί ή προηγείται της άλλης και αλληλοεξαρτώνται, με τη συνεργασία τους να είναι σημαίνουσα για την μετέπειτα αποτελεσματικότητά τους.

Θεσμοποιείται η εξουσία, μέσω νόμων , παράδοσης, συνήθειας, μόδας, δομών και θεσμών και γενικότερα ενός ορθολογικά σχεδιασμένου γραφειοκρατικού μηχανισμού και διακυβέρνησης, ο οποίος κατέχει το μονοπώλειο της βίας ώστε να ισχυροποιεί, διατηρεί και αναπαράγει τις κυρίαρχες σχέσεις. Σχέσεις ιδιοκτησίας, σχέσεις παραγωγής, είναι σχέσεις αρχικά κοινωνικές και έντονα πολιτικές[19]. Στα όρια της πολιτικής ορθολογικότητας ενεργούν σε όλο το κοινωνικό φάσμα και ξεφεύγουν από τα μικροεπίπεδα λειτουργίας τους, ενδυναμώνουν και διευρύνουν τη δράση τους πέρα από την υποδομή και την υπερδομή, σε όλο το κοινωνικό οικοδόμημα. Αναφερόμαστε στην ιδεολογία, η οποία αναπαράγεται μέσω συγκεκριμένων ιδεολογικών μηχανισμών[20] οι οποίοι ασκούν εξουσία, μέσω συγκεκριμένων θεσμών ανά την ιστορική συγκυρία, σε όλα τα στάδια της κοινωνικοποίησης του υποκειμένου.

Παρατηρώντας όλα τα παραπάνω κατανοούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα περίπλοκο πλέγμα ανθρωπίνων σχέσεων, το οποίο για να αποκωδικοποιήσουμε, οφείλουμε να εισέλθουμε σε μια εκ βάθους ανάλυσή του, να φωτίσουμε τα αθέατα και σκοτεινά σημεία του και όχι να αναλωθούμε σε μια επιφανειακή ανάλυση η οποία θα πάσχει επιστημονικής αποδείξεως. Η Κοινωνιολογία είναι η επιστήμη η οποία προσπαθεί να κατανοήσει ερμηνευτικά το κοινωνικό πράττειν[21] και να εξηγήσει αιτιακά την πορεία και τις επιδράσεις του.

Θεωρώ πως η επιστήμη της Κοινωνιολογίας οφείλει να ασχοληθεί άμεσα και δυναμικά με τα οικονομικά και πολιτικά συστήματα, με τις μεγάλες ιδεολογικές και κοσμοθεωρητικές αφηγήσεις και τις μεταξύ τους σχέσεις, δείχνοντας τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους οι κυβερνήσεις και οι δημόσιοι θεσμοί μπορούν να επεμβαίνουν σ’ αυτά προς όφελος των κοινωνιών της ανθρωπότητας[22].

Αποδελτιώνοντας λοιπόν τις σχέσεις παραγωγής, ανακαλύπτουμε ότι πρόκειται για σχέσεις σύγκρουσης και συναίνεσης, έντονων αντιθέσεων και δημιουργίας, μεταβολής και αναπαραγωγής ανισοτήτων. Για να διαπιστώσουμε τις ανισότητες μέσα σε αυτές τις σχέσεις δεν αρκεί να αναλωθούμε σε μια επιδερμική μελέτη. Η λογική των σχέσεων αυτών εξαρτάται από την λειτουργία των κρυμμένων δομών. Δομές, που δεν λειτουργούν μόνες τους αλλά σαν ολότητες που συγκροτούν συστήματα. Μια λειτουργία που αν ανακαλυφθεί θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την πραγματικότητα πίσω από την φαινομενική πραγματικότητα. Μια φαινομενική πραγματικότητα η οποία φροντίζει ώστε ο μηχανισμός εκμετάλλευσης της μίας τάξης από την άλλη να παραμένει αθέατος, όχι επειδή το υποκείμενο εξαπατά τον εαυτό του, αλλά επειδή η ίδια η πραγματικότητα που ζει τον εξαπατά, με αποτέλεσμα να καθιστάται σχεδόν αδύνατη η αποκάλυψη αυτού του αθέατου κόσμου, κυρίως λόγω κοινωνικών και ψυχοδυναμικών παραγόντων. Μια αποκάλυψη, η οποία αφενός, ενδέχεται να μην αλλάξει την καθημερινή αντιμετώπιση του φαινομένου, αφετέρου όμως μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοούμε καλύτερα τα όσα διαδραματίζονται εντός των σχέσεων αυτών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που δίνει ο C. Levi-Strauss, αναφέροντας ότι μέσω του μικροσκοπίου μπορούμε να παρατηρήσουμε την εσωτερική δομή ενός μορίου, κάτι το οποίο όμως δεν αλλάζει το ότι το μόριο δεν πρόκειται να γίνει πιο ορατό στο γυμνό μάτι[23]. Γίνεται εύλογα αντιληπτό ότι «η κάθε επιστήμη θα ήταν περιττή αν η φαινομενική όψη των πραγμάτων συνέπιπτε με την ουσία τους»[24].

Συνοψίζοντας, η Κοινωνιολογία μέσω του θεσμού του σχολείου, κοινωνικοποιεί τα υποκείμενα, εκπαιδεύοντας τα στην χρήση «κοινωνιολογικής φαντασίας» στις καθημερινές ρηματικές πρακτικές στο κοινωνικό συγκείμενο. Αναπτύσει την κριτική σκέψη και αναδύει όλες τις ικανότητες οι οποίες θα οδηγήσουν στην αποδελτίωση σχέσεων παραγωγής και νοήματος, ώστε να  νοηματοδοτηθούν εντός νέων μορφών υποκειμενοτήτων, απορρίπτοντας προγενέστερους τύπους ατομικότητας. Οδηγεί τα υποκείμενα εκτός του πλατωνικού σπηλαίου[25] εφοδιάζοντάς τα με όλα τα εργαλεία ώστε να είναι υπαρκτή η πιθανότητα επίτευξης της χειραφέτησης και της ελευθερίας στα όρια του Λόγου.

Ιωάννης Γιαννόπουλος

Msc Κοινωνιολόγος


[1]ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, ΑΘΗΝΑ, ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ, 1995. [2]FoucaultM., Ιστορία της σεξουαλικότητας (Πρώτος Τόμος), Πλέθρον, Αθήνα, 2011
[3] ΠαπαρίζοςA., Θεός, Εξουσία και Θρησκευτική συνείδηση, ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα, 2011.
[4] FoucaultM., Η μικροφυσική της εξουσίας, ύψιλον, Αθήνα, 1991.
[5] HobbesT., Λεβιάθαν, Γνώση, Αθήνα, 2006.
[6] Lukes S., Εξουσία. Μια ριζοσπαστική θεώρηση, Σαββάλας, Αθήνα, 2007.
[7] ButlerJ., Σώματα με Σημασία. Οριοθετήσεις του «φύλου» στο λόγο, ΕΚΚΡΕΜΕΣ, Αθήνα, 2008.
[8] Ρουσώ Ζ.Ζ., Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2004.
[9] Αλτουσέρ Λ., Για το «Κοινωνικό Συμβόλαιο», νήσος, Αθήνα, 2015.
[10] Μαρξ Κ., Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844, μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα, 2012.
[11]Νίτσε Φ., Γενεαλογία της Ηθικής, ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ, Αθήνα, 2010.
[12] ΚαντI., Η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και μόνο, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2008.
[13]Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 2 τόμοι, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1993.
[14] FreudS., Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, Επίκουρος, Αθήνα, 2013.
[15] Becker Η., Οι περιθωριοποιημένοι, Νομική βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2000.
[16] Foucault Μ., Επιτήρηση και Τιμωρία. Η Γέννηση της φυλακής, ΠΛΕΘΡΟΝ, Αθήνα, 2011.
[17] Λένιν Β., Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Συγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1986.
[18] Hardt Μ. και Negri Α., Αυτοκρατορία, SCRIPTA, Αθήνα, 2002.
[19] Παπαρίζος Α., Η κοινωνία των αμαρτωλών, ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα, 2014.
[20] AlthusserL., Θέσεις: Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα, 1999.
[21]WeberM., Οικονομία και Κοινωνία Α΄Τόμος: Κοινωνιολογικές έννοιες, Σαββάλας, Αθήνα, 2005.
[22] Παπαρίζος Α., Η κοινωνία των αμαρτωλών, ΠΑΠΑΖΗΣΗ,Αθήνα, 2014.[23]Godelier M., Μαρξιστικοί ορίζοντες στην κοινωνική ανθρωπολογία. Τόμος B, GUTENBERG, Αθήνα, 1992.
[24]Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο (Πρώτος Τόμος), ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα, 2012.
[25] Πλάτωνας, Πολιτεία, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2014.







Κοινοποίηση:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Εγγραφείτε στο μηνιαίο newsletter μας

Για να μαθαίνετε τα νέα του σχολείου μας και τα τελευταία ενδιαφέροντα άρθρα του HEAculture