Γράφει η Κωνσταντίνα Κλουτσινιώτη, δασκάλα της Β’ Δημοτικού:
«Διγλωσσία είναι η κατάσταση που παρουσιάζει ένα άτομο, όταν αυτό χρησιμοποιεί στην καθημερινή του επικοινωνία, προαιρετικά ή αναγκαστικά, δύο γλώσσες».
(Γεωργογιάννης, 2012).
Έρευνες έχουν αποδείξει, ότι το φαινόμενο της διγλωσσίας δεν είναι απαραίτητα επιβλαβές για το άτομο στο οποίο παρουσιάζεται, καθώς έχει θετική επίδραση στην ανάπτυξη κάποιων νοητικών και ψυχικών δραστηριοτήτων υπό την προϋπόθεση ότι οι δύο γλώσσες αναπτύσσονται παράλληλα και όχι η μία σε βάρος της άλλης (Baker, 1993).Επίσης, οι δίγλωσσοι άνθρωποι υπερέχουν έναντι των μονόγλωσσων στη δημιουργική σκέψη παρουσιάζοντας κάποιο γνωστικό προβάδισμα σε σχέση με τους μονόγλωσσους. Για παράδειγμα, συγκρίνοντας τη λειτουργία της δημιουργικής σκέψης ανάμεσα σε ένα μονόγλωσσο και σε ένα αμφιδύναμα δίγλωσσο άτομο έχει διαπιστωθεί, ότι το δίγλωσσο άτομο παρουσιάζει περισσότερες ευκαιρίες, ως προς την ανάπτυξη της ευελιξίας και της πολυπλοκότητας της σκέψης του. Αυτό συμβαίνει διότι οι δίγλωσσοι έχουν τη δυνατότητα κάθε αντικείμενο ή ιδέα να το επεξεργαστούν μέσα από δύο ή και περισσότερες λέξεις. Επομένως μπορούν να αναπτύξουν πολύ περισσότερους συνειρμούς απ’ ότι οι μονόγλωσσοι. Οι δίγλωσσοι χρησιμοποιούν μεγαλύτερη ποικιλία λεξιλογίου, καθώς το εκτεταμένο γενικό λεξιλόγιο που προέρχεται από τη γνώση δύο γλωσσών τούς επιτρέπει να εκφράζονται πιο ελεύθερα και να είναι πρωτότυποι με τις σημασίες που αποδίδουν στις λέξεις, χωρίς να δεσμεύονται από αυτές.
Η διγλωσσία μπορεί, επιπλέον, να βοηθήσει τον μαθητή στην επίτευξη καλύτερων σχολικών επιδόσεων. Οι μαθητές που μιλάνε πάνω από μια γλώσσα αγνοούν τον θόρυβο στην τάξη και έτσι συγκεντρώνονται καλύτερα σε σχέση με τους μονόγλωσσους συμμαθητές τους. Αυτό οφείλεται σε μια βελτίωση του εκτελεστικού συστήματος του εγκεφάλου, το οποίο ρυθμίζει την ικανότητα της εστίασης στο έργο που εκτελείται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Το δίγλωσσο άτομο μπορεί, ακόμα, να έχει επαφές με περισσότερους ανθρώπους από ότι ένα μονόγλωσσο και δεν συναντά περιορισμούς στην επικοινωνία. Αποτελεί καλύτερο είδος συνομιλητή από τους μονόγλωσσους, αφού με την ευαισθησία του σε γλωσσικά ερεθίσματα κατανοεί ευκολότερα τις ανάγκες του συνομιλητή του, και είναι ευκολότερο για αυτόν να βάλει τον εαυτό του στη θέση του άλλου, ώστε να καταλάβει καλύτερα τη δική του άποψη για μια κατάσταση.
Ακολούθως έχουν την εμπειρία περισσότερων μορφών θέασης του κόσμου, αφού συμμετέχουν σε περισσότερες από μία κουλτούρες και επεκτείνεται έτσι ο βαθμός αντίληψης νοημάτων, με αποτέλεσμα και νοητικά πλεονεκτήματα, αφού εξασκούνται στη γρήγορη σκέψη. Ο τρόπος λειτουργίας του εγκεφάλου τους διαφοροποιείται σε σχέση με αυτών που μιλούν μόνο τη μητρική τους γλώσσα. Ο εγκέφαλός τους λειτουργεί με πολύ διαφορετικούς ρυθμούς, καθώς πρέπει να αναγνωρίσει την έννοια και να επικοινωνήσει σε διαφορετικά γλωσσικά συστήματα. Έτσι, διαθέτουν έναν εγκέφαλο με μεγαλύτερη ικανότητα επεξεργασίας των πληροφοριών.
Φαίνεται λοιπόν, ότι η διγλωσσία περισσότερο υποστηρίζει θετικά, παρά δρα ανασταλτικά στη νοητική λειτουργία και τη σκέψη των δίγλωσσων ατόμων, με την προϋπόθεση βέβαια, ότι οι δύο γλώσσες αναπτύσσονται αμφιδύναμα και δεν καλλιεργείται η μία σε βάρος της άλλης.
Η διγλωσσία όχι μόνο δεν εμποδίζει την ανάπτυξη του παιδιού, αλλά μπορεί ακόμα και να συμβάλλει θετικά στη γνωστική και νευρολογική εξέλιξή του.
Είναι σημαντικό,οι δίγλωσσοι μαθητές να λαμβάνονται υπόψη στην εκπαιδευτική διαδικασία και να διδάσκονται σε αυτούς γνωστικές και μεταγνωστικές δεξιότητες. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, να μπορούν να διαφοροποιούν τους τρόπους πρόσληψης και επεξεργασίας των πληροφοριών που δέχονται στο μάθημα. Έτσι, θα είναι σε θέση από τη μια μεριά να αναπτύσσουν ποικίλες στρατηγικές μάθησης και από την άλλη να επεξεργάζονται έννοιες και να διαμορφώνουν στάσεις, αντιλήψεις και συναισθήματα που θα τους εντάσσουν ουσιαστικά στην κοινωνία.