ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ, Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ

«Είμαστε η συνείδησή σου»
Σύνθημα της οργάνωσης «Λευκό Ρόδο»

Σήμερα ζούμε σε μια δημοκρατία, όπου η ελευθερία της έκφρασης, η ανεξιθρησκία, η αλληλοκατανόηση και η αφοσίωση στην ειρήνη αποτελούν αυτονόητες αξίες. Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν πάντα έτσι. Είναι ανάγκη, στον σύγχρονο κόσμο μας, να αγωνιζόμαστε και να επαγρυπνούμε για τη διατήρηση των αγαθών της κοινωνίας μας. Η σημασία της θεολογίας είναι, στο σημείο αυτό, θεμελιώδης. Αυτό θα προσπαθήσει να δείξει το κείμενο που ακολουθεί, μεταφέροντας τον αναγνώστη στη Γερμανία του 1943, τότε που ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν στην κρισιμότερη καμπή του. Εκεί δραστηριοποιούνταν μια οργάνωση νέων φοιτητών που ονομαζόταν «Λευκό Ρόδο». Για την οργάνωση αυτή γυρίστηκε το 2005 μια κινηματογραφική ταινία. Στο κείμενο που ακολουθεί με συντομία:

  1. Θα παρουσιαστεί η οργάνωση «Λευκό Ρόδο» και η δράση της.
  2. Θα παρουσιαστεί η ταινία.
  3. Θα εξηγηθεί πώς τα θεολογικά κίνητρα των πρωταγωνιστών της οργάνωσης τούς οδήγησαν στο να αναπτύξουν δράση κατά των Γερμανών Ναζί. Αυτό θα γίνει με την παρουσίαση και κάποιων θεολογικών θεμάτων που θέτει η ταινία.
  4. Θα σας δειχθεί η σημασία του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος και η σημασία της στάσης των Γερμανών Χριστιανών έναντι των διώξεων των Εβραίων από τους Ναζί. Με την ευκαιρία θα γίνει και σύντομη αναφορά στην παράλληλη περίπτωση των Ελλήνων Εβραίων.
  5. Τέλος, θα γίνει μια αναφορά στο μέλος της οργάνωσης «Λευκό Ρόδο» που ήταν Ορθόδοξος Χριστιανός και θα σας υπογραμμιστεί η συμβολή του σε αυτή.

Το παρόν κείμενο δεν αποσκοπεί στο να εξαντλήσει το θέμα της σημασίας της θεολογίας για την αντιμετώπιση ακραίων φαινομένων, όπως ο εθνικισμός-ναζισμός ή και ο φονταμενταλισμός, αλλά μάλλον να προκαλέσει σκέψεις πάνω σε αυτό και να βοηθήσει στο άνοιγμα μιας σχετικής συζήτησης.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ «ΛΕΥΚΟ ΡΟΔΟ»

Η οργάνωση «Λευκό Ρόδο» Ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1942. Αποτελούνταν από φοιτητές και ένα καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μονάχου στη Βαυαρία της Γερμανίας και έδρασε εκδίδοντας φυλλάδια και προκηρύξεις με τις οποίες ασκούσε σκληρή κριτική κατά των Ναζί, του πολέμου και του Χίτλερ προσωπικά. Στον πυρήνα της οργάνωσης βρίσκονταν τα αδέλφια Σολ (Ίνγκε, Σόφι και Χανς), οι φίλοι τους Κρίστοφ Προμπστ και Αλέξανδρος Σμόρελ και ο καθηγητής τους της Ψυχολογίας Κουρτ Χούμπερ. Τα περισσότερα μέλη της οργάνωσης συνελήφθησαν το 1943 και εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό (αναχρονιστικό τρόπο εκτέλεσης που εφαρμοζόταν ακόμα στη Βαυαρία).

Μετά τη θητεία τους στο Ανατολικό μέτωπο, και αφού έμαθαν για τις σφαγές στην Πολωνία και τη Ρωσία, ο Χανς Σολ και ο Αλέξανδρος Σμορέλ αποφάσισαν να αντιδράσουν. Από τον Ιούνιο μέχρι τον Ιούλιο του 1942, έγραψαν τα πρώτα 4 φυλλάδια. Τα άφηναν σε τηλεφωνικούς θαλάμους ή στέλνονταν ταχυδρομικά σε καθηγητές και φοιτητές. Τον Ιανουάριο του 1943, το πέμπτο φυλλάδιο τυπώθηκε σε περίπου 6.000-9.000 αντίτυπα. Τις νύχτες των πρώτων ημερών του Φεβρουαρίου του 1943 οι Σμορέλ και Σολ, μαζί με τον φίλο τους Βίλυ Γκραφ, έγραψαν στους τοίχους του Πανεπιστημίου του Μονάχου συνθήματα, όπως «Κάτω ο Χίτλερ» και «Ελευθερία». Η αναγγελία της καταστροφής και παράδοσης της 6ης Στρατιάς του γερμανικού στρατού στους Σοβιετικούς στο Στάλινγκραντ οδήγησε στην τύπωση του έκτου και τελευταίου φυλλαδίου της οργάνωσης. Το περιεχόμενό του ήταν περισσότερο πατριωτικό και το είχε γράψει κυρίως ο καθηγητής Χούμπερ.

Η Σόφι Σολ σε προπολεμική φωτογραφία

Τα αδέλφια Σολ είχαν την ιδέα να αφήσουν τα αντίγραφα της προκήρυξης στους χώρους του Πανεπιστημίου, πράγμα που ο Σμορέλ θεώρησε επικίνδυνο. Ωστόσο, η ιδέα επικράτησε και εφαρμόστηκε. Η Σόφι μάλιστα είχε την ιδέα να πετάξει μια στοίβα από προκηρύξεις στο κεντρικό αίθριο του Πανεπιστημίου. Κάποιος επιστάτης εντόπισε τους αντιστασιακούς φοιτητές και τους κατέδωσε στην αστυνομία. Η Γκεστάπο που ήταν ήδη στα ίχνη τους, ανέλαβε τη σύλληψη και την ανάκρισή τους. Δικάστηκαν σε δίκη παρωδία, με δικηγόρους που αντιτάχθηκαν στους πελάτες τους, καταπατώντας βασικούς κανόνες δικαίου, καταδικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και εκτελέστηκαν αυθημερόν.

Η ΤΑΙΝΙΑ «ΣΟΦΙ ΣΟΛ: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ»

Η ταινία του 2005 αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά των τελευταίων ημερών της Σόφι Σολ που συνελήφθη τον Φεβρουάριο του 1943 μαζί με τον αδελφό της Χανς και τον φίλο τους Κρίστοφ Προμπστ. Πρόκειται για γερμανική παραγωγή και δεν κυκλοφόρησε στην Ελλάδα.
Οι κυριότεροι συντελεστές της ταινίας ήταν:
Σκηνοθεσία: Μαρκ Ρόδεμουντ
Σεναριο: Φρεντ Μπρεϊνερσντόρφερ
Πρωταγωνιστές: Γιούλια Γιέντς (Σόφι Σολ) κ.ά.

Η πρωταγωνίστρια Γιούλια Γιέντς στην αφίσα της ταινίας
Ο Χανς Σολ, η αδελφή του Σόφι και ο φίλος τους Προμπστ κατά τη διάρκεια της αντιστασιακής τους δράσης. Οι νεαροί άνδρες υπηρετούσαν ήδη στον γερμανικό στρατό και, μάλιστα, στο Ανατολικό Μέτωπο

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ

Η ταινία ξεκινά με την προσπάθεια διανομής της έκτης προκήρυξης της οργάνωσης. Η Σόφι Σολ και ο αδελφός της συλλαμβάνονται επ’ αυτοφόρω.
Η ταινία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από θεολογική άποψη σε τέσσερα σημεία της:

  1. Στην τρίτη ανάκριση της Σόφι Σολ,
  2. Στη μικρή προσευχή της, μετά την απαγγελία της κατηγορίας εναντίον της για εσχάτη προδοσία, προσπάθεια υπονόμευσης του ηθικού του στρατού και συνεργασία με τον εχθρό,
  3. Στη συζήτησή της με τους γονείς της και
  4. Στη συζήτησή της με τον ιερέα πριν την εκτέλεσή της.

Στην τρίτη ανάκριση ο ανακριτής Μορ κατηγορεί τη Σόφι Σολ για προδοσία, με βάση τον νόμο. Η Σολ αντιτείνει ότι ο νόμος δεν είναι σταθερός και προέρχεται από ένα καταπιεστικό καθεστώς. Στον νόμο η ίδια αντιτάσσει τη σημασία της συνείδησης, η οποία παραμένει σταθερή. Αργότερα η Σολ τονίζει ότι η συνείδηση εδράζεται στο θέλημα του Θεού, για να εισπράξει την οργισμένη αντίδραση του ανακριτή ότι «Θεός δεν υπάρχει!» Ο ανακριτής ταυτίζει την πατρίδα με το κράτος. Θεωρεί λοιπόν την υπακοή στον νόμο, από όποιον και αν προέρχεται, πατριωτικό καθήκον. Η Σολ θεωρεί ότι πατριωτικό καθήκον είναι να μείνει κανείς πιστός στην κοσμοθεωρία του και να προσπαθήσει να βοηθήσει, με βάση αυτή, τους συνανθρώπους του. Με τον τρόπο αυτό δείχνει πώς η χριστιανική πίστη της υπαγορεύει και την αντιναζιστική στάση της.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τον ανακριτή σκληρό, αλλά και εκδηλωτικό – θυμωμένο ή και ήρεμο – να αλλάζει θέση στην καρέκλα του ή να σηκώνεται και να στρέφεται προς το παράθυρο του δωματίου, από το οποίο μπαίνει φως, όταν κραυγάζει ότι Θεός δεν υπάρχει. Η Σολ παραμένει πάντα καθισμένη, χωρίς να αλλάζει στάση, με σταθερή φωνή, ενώ το φως φωτίζει πάντα το πρόσωπό της.

Σκηνή από την ταινία: Ο ανακριτής Μορ ανακρίνει τη Σολ

Στη δεύτερη περίπτωση, ενώ είναι φυλακισμένη, στρέφεται στο παράθυρο του κελιού της, από όπου μπαίνει το φως της ηλιόλουστης ημέρας, το οποίο θαυμάζει. Στη στάση αυτή προσεύχεται. Η προσευχή της είναι σύντομη και αυτοσχέδια. Ικετεύει τον Θεό, που είναι «η μόνη σωτηρία» της, ο «στοργικός πατέρας» της, να μην την εγκαταλείψει. Στην αρχή της προσευχής της παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει τίποτε για τον Θεό, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να απευθυνθεί σε Αυτόν.

Στην τρίτη περίπτωση, όταν οι γονείς της την επισκέφτηκαν ενώ βρισκόταν στο κελί της, της είπαν ότι αυτό που έκανε ήταν το σωστό και ότι την υποστήριζαν. Συγκεκριμένα, η μητέρα της της ζήτησε να μην ξεχάσει τον Θεό, καθώς ήταν η μόνη ελπίδα που της έμενε. Η Σόφι απάντησε πως η αγάπη η οποία είναι ελεύθερη είναι ένα υπέροχο πράγμα. Μαζί με τον αδερφό της μιλούσαν για την ειρήνη και ονειρεύονταν έναν κόσμο χωρίς πόλεμο και στρατιώτες, αεροπλάνα και βόμβες. Παρότι δεν ήθελε να πεθάνει παρέμεινε πιστή στις ιδέες της μέχρι το τέλος και αρνήθηκε να δηλώσει μεταμέλεια, για να σώσει τη ζωή της. Με την πίστη της στον Θεό βρήκε δύναμη και μπόρεσε να φύγει ικανοποιημένη με αυτό που είχε κάνει.

Σκηνή από την ταινία: Πορτρέτο της πρωταγωνίστριας ως Σόφι Σολ

Στην τέταρτη περίπτωση, η Σολ συζητά με έναν ιερέα λίγο πριν οδηγηθεί στην γκιλοτίνα για να εκτελεστεί με αποκεφαλισμό. Ο σκηνοθέτης έχει τοποθετήσει ένα σταυρό στον τοίχο που αποτελεί τον φόντο της συζήτησης της ηρωίδας με τον ιερέα. Πρόκειται για ειρωνεία, αν σκεφτεί κανείς τον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν οι ναζί στην ηρωίδα, τον αδελφό της και τον φίλο της, που δεν συνέπιπτε καθόλου με τα λόγια του Χριστού και τον τρόπο που οφείλει να συμπεριφέρεται ένας Χριστιανός. Μπροστά στον ιερέα, η Σολ προσεύχεται και ζητά από τον Θεό να καταστήσει τον κόσμο γόνιμο έδαφος, ώστε ο σπόρος Του να μην πέσει μάταια, αλλά να ανθίσει και να φέρει καρπό, αφού Εκείνος, που οι άνθρωπος συχνά αρνούνται να δουν, είναι ο δημιουργός του κόσμου (υπαινιγμός για την παραβολή του σπορέα Λουκ. 8:4-15). Στη συνέχεια, η Σολ ζητά από τον ιερέα να την ευλογήσει και εκείνος την ευλογεί στο όνομα του Ενός Τριαδικού Θεού: του Θεού Πατρός που τη δημιούργησε κατ’ εικόνα Του, του Θεού Υιού που τη σώζει με το Πάθος και τον Θάνατό Του, του Θεού Αγίου Πνεύματος που την οδηγεί και την αγιάζει. Σε όλη τη σκηνή η Σολ είναι και πάλι απέναντι από το μοναδικό παράθυρο του κελιού και το πρόσωπό της φωτίζεται σταθερά. Πριν αναχωρήσει η Σολ για την εκτέλεση, ο ιερέας κάνει αναφορά σε ένα λόγο του Χριστού: «κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από εκείνον που θυσιάζεται για τους φίλους του» (Ιω. 15:13). Έτσι, τη βεβαιώνει, ως τελευταίο εφόδιο πριν τον θάνατό της, ότι ο Θεός είναι μαζί της, ότι η πράξη της αποτελεί μίμηση του Χριστού που, και πάλι, πεθαίνει μαζί της.

Σκηνή από την ταινία: Ο ιερέας ευλογεί τη Σολ

ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ

Κατά την τρίτη ανάκρισή της, η Σολ κατηγορεί το ναζιστικό καθεστώς ότι εξολοθρεύει Εβραίους, πράγμα που ο ανακριτής αρνείται. Πολλοί Χριστιανοί στη Γερμανία αδιαφόρησαν (Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) ή υποστήριξαν (Γερμανοί Χριστιανοί) τις διώξεις των Εβραίων. Μόνο η προτεσταντική «Ομολογούσα Εκκλησία» αντέδρασε. Ηγετικός της στέλεχος ήταν ο θεολόγος Ντίτριχ Μπονχέφερ που εκτελέστηκε το 1945 ως εμπλεκόμενος στην αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ (επιχείρηση «Βαλκυρία»). Η οργάνωση «Λευκό Ρόδο» κατηγόρησε το χιτλερικό καθεστώς για αντισημιτισμό και έκανε μικρή μόνο και γενικόλογη αναφορά στην εξόντωση 300.000 Εβραίων. Αυτό οφειλόταν στο ότι οι Γερμανοί πολίτες δεν γνώριζαν τίποτε για το Ολοκαύτωμα. Θεωρούσαν απλώς ότι οι Εβραίοι εκτοπίζονταν, όπως πίστευαν αρχικά και οι ίδιοι οι Εβραίοι. Αποτελεί πρωτοπορία για την οργάνωση ότι αντιλήφθηκε το Ολοκαύτωμα και το καταδίκασε, έστω και αν δεν μπορούσε κανείς να αντιληφθεί το μέγεθος της καταστροφής.

Ο θεολόγος Μπονχέφερ εκτελέστηκε για τη δράση του κατά του Χίτλερ

Πάντως, κάποιοι πιστοί Χριστιανοί προσπάθησαν να αντιταχθούν στους Ναζί. Παρά την επίσημη αδιαφορία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κάποιοι κληρικοί προσπάθησαν να βοηθήσουν Εβραίους ή και άτομα με ειδικές ανάγκες – που επίσης εξοντώνονταν από τους Ναζί – με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να οδηγηθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου, κάποιοι από αυτούς, έχασαν τη ζωή τους.

Στην Ελλάδα η Ορθόδοξη Εκκλησία προσπάθησε θεσμικά να υποστηρίξει τους Εβραίους και να τους καλύψει, κυρίως μετά την παράδοση της Ιταλίας το φθινόπωρο του 1943. Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, όμως, μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης στο Άουσβιτς της Πολωνίας. Η μεγάλη εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης σχεδόν εξαφανίστηκε. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα υποστήριξης των Εβραίων στην Ελλάδα ήταν αυτό της Ζακύνθου. Όπως αναφέρουν μαρτυρίες οι 275 Εβραίοι της Ζακύνθου επιβίωσαν από το Ολοκαύτωμα χάρη στην πρωτοβουλία του δημάρχου του νησιού Λουκά Καρρέρ, ο οποίος όταν του ζητήθηκε κατάλογος με ολους τους Εβραίους του νησιού, ανέφερε μόνο δύο πρόσωπα, το δικό του και του επισκόπου Ζακύνθου Χρυσόστομου, που ήταν υπεύθυνος για την καταγραφή. Οι Εβραίοι εκτίμησαν την προσπάθεια των Χριστιανών να τους βοηθήσουν και στον σεισμό της Ζακύνθουτο 1953 τα πρώτα μηνύματα που έφθασαν για βοήθεια ήταν αυτά από το Ισραήλ που έγραφαν: «Οι Εβραίοι της Ζακύνθου δεν έχουμε ξεχάσει ποτέ τον δήμαρχόμας ή τον αγαπημένο μας επίσκοπο και τι εκαναν για εμάς».

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΜΟΡΕΛ

Στην αρχή της ταινίας εμφανίζεται ο Αλέξανδρος Σμορέλ, ρωσικής καταγωγής Γερμανός, ως ο συγγραφέας της τελευταίας προκήρυξης. Ο Σμορέλ ανήκε στον πυρήνα της οργάνωσης και ήταν πράγματι ο κύριος συγγραφέας των φυλλαδίων. Δήλωνε πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός. Έκανε συχνά αναφορές στη χριστιανική πίστη για να ασκήσει κριτική στους Ναζί, ενώ, για πρώτη φορά αυτός, κατηγόρησε τους Ναζί για τις διώξεις των Εβραίων στη δεύτερη προκήρυξη του 1942. Συνελήφθη και εκτελέστηκε το 1943, λίγους μήνες μετά τα αδέλφια Σολ και τον Προμπστ. To 2012 αναγνωρίστηκε ως άγιος νεομάρτυρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Γεννημένος στις 16 Σεπτεμβρίου 1917, ο Αλέξανδρος Σμορέλ μεγάλωσε μέχρι τα τέσσερά του χρόνια στην ρωσική πόλη Ορενμπούργκ. Ο πατέρας του ήταν Γερμανός και ονομαζόταν ΟύγκοΣμορέλ, ενώ η μητέρα του ήταν Ρωσίδα και ονομαζόταν Ναταλία Βεντένσκαγια. Δυστυχώς, όμως, η μητέρα του απεβίωσε όταν ο Αλέξανδρος ήταν μόλις δύο ετών. Το 1920 ο χήρος πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε τη Γερμανίδα Ελισάβετ Χόφμαν με την οποία μετανάστευσαν στη Γερμανία. Έζησαν στην πόλη του Μονάχου όπου ο Αλέξανδρος φοίτησε το σχολείο και έκανε τις σπουδές του. Ωστόσο, δεν ξέχασε ποτέ τη μητρική του γλώσσα αλλά και τις ορθόδοξες χριστιανικές παραδόσεις του.            

Στη συνέχεια της ζωής του γνώρισε τον Κρίστοφ Προμπστ και τον Χανς Σολ. Με αυτούς τους δύο δημιούργησαν το «Λευκό Ρόδο». Δήλωνε πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός. Έκανε συχνά αναφορές στη χριστιανική πίστη για να ασκήσει κριτική στους Ναζί, ενώ, για πρώτη φορά αυτός, κατηγόρησε τους Ναζί για τις διώξεις των Εβραίων στη δεύτερη προκήρυξη του 1942. Ο Σμορέλ συνελήφθη λίγες ημέρες μετά τα αδέλφια Σολ και τον Προμπστ, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει στην Ελβετία και οδηγήθηκε στο δικαστήριο από όπου καταδικάστηκε σε θάνατο διά αποκεφαλισμού. Στις 13 Ιουλίου 1943 εκτελέστηκε μαζί με άλλους συντρόφους του στη λαιμητόμο.

Η νεανική αυτή αντιστασιακή οργάνωση έδειξε με τρόπο εύγλωττο ότι η μέχρι θυσίας αγάπη για τον συνάνθρωπο αποτελεί μίμηση του Χριστού. Για να κατανοήσει κανείς τα κίνητρα και τη στάση των νέων αυτών θα πρέπει πρώτα να μελετήσει τον Ύμνο της Αγάπης στο 13ο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του αποστόλου Παύλου και να δει το «Λευκό Ρόδο» ως ένα σχετικό παράδειγμα. Δεν άσκησαν βία εναντίον κανενός, ούτε μίσησαν τους διώκτες τους, αλλά υπηρέτησαν ενεργά και δραστήρια τις πεποιθήσεις τους. Υπέστησαν την τιμωρία της άδικης και κατ’ επίφαση δικαιοσύνης της ναζιστικής Γερμανίας και δεν άλλαξαν τη γνώμη τους για να σώσουν τη ζωή τους. Η αντιστασιακή τους δράση, η πορεία τους, η αντιμετώπιση των κατηγοριών και ο θάνατός τους εμπνέονταν από το Ευαγγέλιο του Χριστού, το οποίο είχαν την πεποίθηση ότι ακολουθούσαν. Υπήρχαν πολλοί Χριστιανοί στην εποχή τους που αδιαφόρησαν ή και συνεργάστηκαν με τους ναζί. Όσοι αντιστάθηκαν ενεργά ήταν ίσως πολύ λιγότεροι. Ήταν όμως ο αγώνας των λίγων που συμβάδιζε με το Ευαγγέλιο του Χριστού και ήταν συνεπής με τη χριστιανική θεολογία (δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι Χριστιανοί άνθρωποι οφείλουν να ζουν και, πολύ περισσότερο, να πεθαίνουν) και όχι ο συμβιβασμός των πολλών που είχε εξωχριστιανικά κίνητρα. Για τον λόγο αυτό είναι οι νέοι του «Λευκού Ρόδου» αυτοί που παραμένουν σύμβολα του συνεχούς αγώνα που ο άνθρωπος χρειάζεται για την επιδίωξη της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης, με πίστη, με ελπίδα και, πάνω από όλα, με αγάπη (Α΄ Κορ. 13:13).

Προπολεμικό πορτρέτο του Αλεξάνδρου Σμορέλ

Τα παιδιά της Α΄ Λυκείου
Σταυριάννα Καναβού, Ηλέκτρα Κύρκου, Κυριακή Μάνιου, Βασίλης Μοσχούτης, Μιλένα Παρασκευαΐδη, Ραφαηλία Πέτρου και Ζωή Φιλιπποπούλου

(Το παραπάνω κείμενο αποτέλεσε εισήγηση στο 5ο Πανελλήνιο Μαθητικό Συνέδριο «Η Θεολογία Διαλέγεται με τον Σύγχρονο Κόσμο» που διεξήχθη στο Βυζάντιο Μουσείο της Θεσσαλονίκης από το 1ο Πειραματικό Λύκειο «Μανόλης Ανδρόνικος» της Θεσσαλονίκης στις 16 και 17 Μαρτίου 2019. Τα παιδιά που το υπογράφουν φοιτούσαν στην Γ΄ Γυμνασίου).

Κοινοποίηση:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.

Εγγραφείτε στο μηνιαίο newsletter μας

Για να μαθαίνετε τα νέα του σχολείου μας και τα τελευταία ενδιαφέροντα άρθρα του HEAculture