«κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη …
ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην»
(Άσμα 8:6-7)
«Α! Μα ήταν τόσο τσιγκούνης και τρελός με τη δουλειά του ο Σκρούτζ! Ένας γερο-αμαρτωλός που σ’ έστυβε, σε στραμπούλαγε, σ’ άρπαζε, σ’ έγδερνε και σε καταβρόχθιζε! … Το ψύχος μέσα του πάγωνε τα γέρικα χαρακτηριστικά του, στράβωνε τη σουβλερή του μύτη, έσφιγγε την περπατησιά του· κοκκίνιζε τα μάτια του και μπλέδιζε τα λεπτά του χείλη· αντηχούσε κακιασμένο μέσα στη στριγγιά φωνή του … Κανένας αέρας που φυσούσε δεν ήταν πιο τσουχτερός απ’ αυτόν, κανένα χιόνι δεν έπεφτε πιο αποφασιστικά προς τον στόχο του, κανένα μαστίγωμα βροχής δεν ήταν λιγότερο καταδεκτικό σε ικεσίες. … Οι πιο δυνατές βροχές και τα χιόνια, το χαλάζι, το χιονόνερο, είχαν να καυχηθούν ότι τον ξεπερνούσαν μόνο από μια άποψη. Εκείνα συχνά αποδεικνύονταν γενναιόδωρα, ενώ ο Σκρουτζ ποτέ!»
Με αυτόν τον τρόπο ο Τσαρλς Ντίκενς περιγράφει τον κεντρικό του ήρωα, τον φοβερό και τρομερό τοκογλύφο Εμπενίζερ Σκρουτζ, στην περίφημη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του (1843). Ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας παρουσιάζει ένα παραμύθι μεταστροφής. Ο στυγνός τοκογλύφος που επέστρεψε στο σπίτι του το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, θα ξυπνήσει καινούργιος άνθρωπος ανήμερα τα Χριστούγεννα, λόγω μιας επέμβασης έξω από τον αισθητό μας κόσμο μέσα στην ίδια νύχτα. Εκείνη η νύχτα είχε στη ζωή του Σκρουτζ την επιρροή που είχε το όραμα στον δρόμο για τη Δαμασκό για τον μεγάλο απόστολο Παύλο. Είναι το πνεύμα των Χριστουγέννων που πέρασαν (παρελθόν), το πνεύμα εκείνων των Χριστουγέννων (παρόν) και το πνεύμα των Χριστουγέννων που θα έρθουν (μέλλον).
Θυμήσου ποιος είσαι! Το πνεύμα των παρελθοντικών Χριστουγέννων
Ο περίφημος Ντίκενς ξεκινά την ιστορία του με την περιγραφή του Σκρουτζ, όπως τον ήξεραν οι άνθρωποι που τον συναναστρέφονταν· αυτό ήταν, όμως, ένα μόνο μέρος του φοβερό τοκογλύφου. Καθώς ξετυλίγεται η ιστορία, αποκαλύπτονται και όλες οι κρυφές γωνίες της ψυχής του τρομερού φιλάργυρου. Τον ρόλο αυτό παίζει το πνεύμα των περασμένων Χριστουγέννων· «απ’ την κορυφή του κεφαλιού του ανάβλυζε ένας λαμπερός πίδακας φωτός». Το φωτεινό πνεύμα φωτίζει μνήμες κρυμμένες, απωθημένες, εδώ και χρόνια: μνήμες ευτυχίας και αγαπητικής απλότητας, όπως η μνήμη της αγαπημένης του μικρής αδελφής, του πρώην αφεντικού του, του κυρίου Φέζιγουϊγκ, και της πρόσχαρης συζύγου του, του νεανικού του έρωτά για μια όμορφη κοπέλα, αλλά και μνήμες δυστυχίας ή και ενοχής, όπως η μοναξιά της εγκατάλειψής του από την οικογένειά του και της αποτυχίας του έρωτά του. Χρειάζονταν υπενθύμιση όλα αυτά; Οι μνήμες μας είναι εκεί, μέσα μας, αλλά πολλές φορές προτιμούμε να μην τις ανασύρουμε, τις σκεπάζουμε με πέπλα και είναι δύσκολο και επώδυνο να βλέπουμε ένα φωτεινό πνεύμα να φωτίζει τα αραχνιασμένα υπόγεια της μνήμης μας. Ο Σκρουτζ, για παράδειγμα, έρχεται αντιμέτωπος με τα Χριστούγεννα της παιδικής του ηλικίας, όταν ήταν ο μοναδικός μαθητής που έμενε στο σχολείο του εκείνη την εποχή, γιατί δεν ήταν αποδεκτός από το σπίτι του. Κλαίει στη θύμηση της εμπειρίας του αυτής. Με αγάπη και πόνο θυμάται τη μικρή αδελφή του, ζωντανή θύμιση της οποίας είναι ο γιος της, ο ανιψιός του, που ο Σκρουτζ αντιπαθεί γιατί ενώ του θυμίζει την αγαπημένη αδελφή του, του θυμίζει επίσης και αυτό που ο ίδιος δεν είχε τολμήσει να κάνει: νυμφεύθηκε αυτήν που αγαπούσε. Όταν στην αρχή της ιστορίας ο ανιψιός καλεί τον θείο στο αυριανό χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ο θείος αρνείται δείχνοντάς του την περιφρόνηση του. Στην απορία του ανιψιού του «γιατί;» η απαντητική ερώτηση έρχεται αιφνίδια:
«Γιατί παντρεύτηκες;»
«Γιατί ερωτεύτηκα»
«Γιατί ερωτεύτηκες!»
Είχε ερωτευτεί ο Σκρουτζ, αλλά δεν είχε τολμήσει να παντρευτεί. «Ένα είδωλο με έχει αντικαταστήσει» του είχε πει κάποτε η αρραβωνιαστικιά του. «Τι είδωλο σε αντικατέστησε;» είχε ρωτήσει ο Σκρουτζ. «Χρυσό!» Όπως τότε ο αρχαίος Ισραήλ είχε αντικαταστήσει τον πραγματικό Θεό με ένα είδωλο, ένα χρυσό μοσχάρι, έτσι και ο Σκρουτζ είχε αντικαταστήσει την αγάπη για τον ζωντανό άνθρωπο, με την αγάπη για ένα άψυχο αντικείμενο. Και είναι αυτή η μνήμη που ο Σκρουτζ, περισσότερο από όλες, δεν θέλει να θυμάται, την αποτυχία στην αγάπη.
Θυμήσου τους άλλους! Το πνεύμα των παροντικών Χριστουγέννων
Αυτό το πνεύμα είναι χαρούμενο και γιορτινό, αλλά παροδικό· η ζωή του είναι μικρή, μερικές στιγμές μόνο, όσο διαρκεί το παρόν. Αυτό δείχνει στον Σκρουτζ τους άλλους, τους ανθρώπους γύρω του: Τον ανιψιό του που περνά τα Χριστούγεννά του ευτυχισμένα στην αγάπη της οικογένειας και των φίλων του. Τον υπάλληλό του που περνά τα Χριστούγεννά του φτωχικά με την οικογένειά του και την ιδιαίτερη φροντίδα του στον ανάπηρο μικρό γιο του Τιμ. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει άφθονος χώρος για όσους τον αντιπαθούν: τα αρνητικά σχόλια εναντίον του των φίλων του ανιψιού του και της συζύγου του υπαλλήλου του τονίζουν τη σκληρότητα και την τσιγκουνιά που, ωστόσο, τον έχουν καταδικάσει στη μοναξιά. Είναι, όμως, η θαλπωρή της γιορτινής αρμόσφαιρας των κοντινών του προσώπων, είτε φτωχών είτε όχι, που τον κάνει να κατανοεί τη σκληρότητα της μοναξιάς στην οποία είχε καταδικάσει τον εαυτό του. Αυτήν ακριβώς την ίδια του τη μοναξιά δεν θέλει να τη θυμάται, γιατί του προξενεί ανυπόφορη απέχθεια. Σαν να μην ήταν αυτή αποκλειστικά δική του επιλογή. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι από την ανακάλυψη του πραγματικού Σκρουτζ η ιστορία περνά στην ανακάλυψη των πραγματικών κοντινών – των πλησίον θα έλεγε το Ευαγγέλιο – προσώπων της μίζερης μοναχικής ζωής του. Σαν να μας λέει, ο Ντίκενς, ότι από τη μνήμη του εαυτού περνάμε, κατ’ ανάγκην, στη μνήμη των άλλων, των κοντινών, των πλησίον.
Θυμήσου τον θάνατο! Το πνεύμα των μελλοντικών Χριστουγέννων
Το τελευταίο πνεύμα είναι σκοτεινό και αποκρουστικό: σκοτεινό ως άγνωστο, όπως το μέλλον κάθε ανθρώπου, αποκρουστικό, αφού το μόνο γνωστό του μέλλοντος, ο θάνατος, είναι βέβαια ο μεγαλύτερος και αποκρουστικότερος εχθρός του ανθρώπου. Αυτό το πνεύμα θυμίζει ακριβώς – αν είναι δυνατό να θυμάται κανείς κάτι που δεν έχει ζήσει – αυτό που έχει φροντίσει να ξεχάσει – αν είναι δυνατό να ξεχνά κανείς κάτι που δεν έχει ζήσει: τον θάνατο. Εδώ τα κτυπήματα για τον Σκρουτζ είναι διαδοχικά και σκληρά. Ο μικρός Τιμ, ο αγαπημένος ανάπηρος γιος του υπαλλήλου του, είναι νεκρός. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι μαθαίνει κάτι που κανείς ποτέ δεν μαθαίνει για τον εαυτό του: τι σημαίνει ο θάνατός του για τους άλλους. Για τους ανθρώπους του δικού του επαγγέλματος, τους ανθρώπους των τραπεζών και του χρηματιστηρίου, ο θάνατός του τους αφήνει μάλλον αδιαφόρους. Για τους πελάτες του ο θάνατός του φέρνει ανείπωτη χαρά, αφού απαλλάσσονται από τα χρέη τους. Για τους φτωχούς φέρνει την ικανοποίηση της αφαίρεσης των αντικειμένων που του ανήκουν. Αυτό φέρνει στον δύστυχο Σκρουτζ τη μεγαλύτερη οδύνη. Βλέπει ανθρώπους να γυμνώνουν ένα νεκρό σώμα – που υποπτεύεται ότι είναι το δικό του – από τα ρούχα του, κατεβάζουν τις κουρτίνες του κρεβατιού του, αδειάζουν το δωμάτιο του· τον σκυλεύουν … Η ιδέα αυτή είναι εξαιρετικά αποκρουστική, γιατί το νεκρό σώμα δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ώστε επαφίεται στους συνανθρώπους (συγγενείς, φίλους) να προσφέρουν την τελευταία φροντίδα (κηδεία από το κήδομαι = φροντίζω). Αυτή η αποκρουστική ιδέα κρυώνει όλη την ύπαρξη του Σκρουτζ που ρωτά επίμονα το σκοτεινό πνεύμα να του επιβεβαιώσει την υποψία του για την ταυτότητα του νεκρού. Αντί άλλης απάντησης το βουβό πνεύμα δείχνει μια ταφόπλακα. Έντρομος ο συγκλονισμένος Σκρουτζ βλέπει το όνομά του στην ταφόπλακα και αποστρέφει το πρόσωπό του λίγο πριν του αποκαλυφθεί η χρονολογία θανάτου.
Μάθε να αγαπάς! Η μεταστροφή του Εμπενίζερ Σκρουτζ
Η απόκοσμη εμπειρία έχει αποκαλύψει στον Σκρουτζ μια αποκρουστική πραγματικότητα: έχοντας ξεχάσει ποιος είναι, αδιαφορώντας για τους κοντινούς του ανθρώπους, αποθώντας την ιδέα του θανάτου, έχει τελικά παραδοθεί σε μια ζωή που δεν είναι ζωή, αλλά θάνατος. Απομονωμένος από άλλους, μισούμενος από όλους, μετρά τα κέρδη της πλεονεξίας του μέχρι τη φοβερή στιγμή που θα ακούσει τη φωνή: «Βλάκα! Απόψε ζητάνε την ψυχή σου. Όσα λοιπόν ετοίμασες σε ποιον θα μείνουν»; Ο Σκρουτζ ζει υπό το κράτος του πανίσχυρου θανάτου στον οποίο έχει παραδοθεί. Η μεταστροφή φέρνει μια νέα πραγματικότητα: θυμάται τον εαυτό του, στρέφεται προς τους κοντινούς του και κρατώντας γερά στη μνήμη του ότι πρόκειται να φύγει μια μέρα από τον κόσμο αυτό, παραδίδεται σε μια νέα ζωή που είναι αγάπη. Ενώ αισθάνεται χαρούμενος σαν σχολιαρόπαιδο και ελαφρύς σαν πουλί, στέλνει μια τεράστια γαλοπούλα στο σπίτι του υπαλλήλου του και γελά στην ιδέα της έκπληξής του. Μια έκπληξη αγάπης έχει τη δύναμη να φέρει τόση ευφορία όσο τίποτε άλλο στον κόσμο αυτό. Ο Σκρουτζ, ενώ βαδίζει στην τρίτη και τελευταία φάση της ηλικίας του, κτίζει μια νέα ζωή παραδομένη στην αγάπη. Βγαίνει από τον εαυτό του, που πλέον γνωρίζει καλύτερα, και στρέφεται στους άλλους, προσπαθώντας να γίνει αιτία καλού στους πλησίον του. Κι εδώ είναι το παράδοξο: πώς είναι δυνατό η θύμηση του θανάτου να φέρει στον άνθρωπο τέτοια θετική αλλαγή; Ίσως αυτό εξηγείται από το βάσανο το πεθαμένων ψυχών που είδε έξω από τα παράθυρό του λίγο πριν τον επισκεφθεί το πρώτο πνεύμα: «Η αθλιότητα όλων τους είχε ξεκάθαρα να κάνει με το ότι επιζητούσαν να παρέμβουν για τα καλά στα ανθρώπινα, μα έχουν χάσει την ικανότητα αυτή για πάντα». Η αγάπη έχει τη δύναμη να δώσει στον άνθρωπο την ικανότητα αυτή: να αλλάξει ο ίδιος, αλλάζοντας όσο μπορεί τη ζωή των γύρω του. Γι’ αυτό ένας άγιος της Εκκλησίας έλεγε: «κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι»! Όταν κανείς αγαπά φλέγεται με μια φλόγα που καμιά ποσότητα νερού δεν μπορεί να σβήσει. Η αγάπη, άλλωστε, είναι τόσο ισχυρή όσο κι ο θάνατος, ο αντίθετος πόλος, «αντίδοτον του μη αποθανείν».
Τα Χριστούγεννα, η γιορτή της γέννησης του Θεού ως ανθρώπου για χάρη των ανθρώπων (ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος θεός), είναι η εικόνα της απύθμενης αγάπης του Θεού. Γι’ αυτό ίσως η γιορτή αυτή, στις παραδόσεις των Χριστιανών, είναι αφιερωμένη στην αγάπη. Ανταποκρινόμενος στην παράδοση αυτή ο Ντίκενς το έγραψε έτσι: θυμήσου ποιος είσαι, θυμήσου τους άλλους, θυμήσου τον θάνατο και μάθε να αγαπάς.
Καλά Χριστούγεννα! ή όπως σχολίασε ο μικρούλης Τιμ «ο Θεός να μας ευλογεί όλους»!
Λάμπρος Αναστ. Ψωμάς