Μια από τις βασικές αρχές του δικαίου διατυπώνεται στη φράση: “nullum crimen, nulla poena, sine lege…” Προέρχεται από τον βαυαρό Feuerbach (1775-1833) και σε ελεύθερη μετάφραση δηλώνει ότι “δεν υπάρχει έγκλημα, δεν υπάρχει τιμωρία δίχως νόμο…” Η παραπάνω διατύπωση συνδέει τρεις βασικούς παράγοντες: το έγκλημα, την τιμωρία και τον νόμο. Για να θεωρηθεί ότι υπάρχει έγκλημα και να επέλθει η τιμωρία, πρέπει να υπάρχει υφιστάμενος, γραπτός (scripta), συγκεκριμένος (certa) και αυστηρός (stricta) νόμος. Τι συμβαίνει όμως στις αντίθετες περιπτώσεις; Υπάρχουν αξιόμισθες ή κολάσιμες πράξεις όταν δεν υφίσταται γραπτή κανονιστική αρχή; Άλλως, υπάρχει κριτήριο ορθότητας όλων των πράξεων, ακόμη και αυτών που δεν θεωρούνται ποινικά κολάσιμες από το γραπτό δίκαιο;
Για να θέσουμε δύο παραδείγματα: ένας περαστικός νομίζει ότι ακούει φωνές μέσα από μια φλεγόμενη οικία. Εάν προσπαθήσει να εισέλθει προς αναζήτηση εγκλωβισμένων είναι βέβαιο ότι θα ριψοκινδυνεύσει τη ζωή του, ίσως δίχως λόγο. Τι οφείλει να πράξει με δεδομένο ότι δεν υφίσταται κάποια σχετική διατύπωση στους νομικούς κώδικες; Ποιο κριτήριο μπορεί να διασφαλίσει την ορθότητα (αξιόμισθο ή κολάσιμο) της πράξης του; Από την άλλη, κάποιος μπορεί να δωρίσει αίμα και να σώσει μια ζωή, αν και κανένας γραπτός νόμος δεν το επιβάλλει. Τελικά, ποιο είναι το δίκαιο και ορθό;
Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά του ορίζει το δίκαιο πέρα από τον γραπτό νόμο ως προς την αρετή, η οποία αξιοποιεί φυσικές προδιαθέσεις και καλλιεργείται με την κατάλληλη (εκ)παίδευση. Η αρετή είναι το μέσο ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη, όπως η ανδρεία βρίσκεται ανάμεσα στην απερισκεψία και τον φόβο. Στην περίπτωση που το άτομο αστοχεί σε μια πράξη, η ποινή είναι η απομάκρυνσή του από το ιδανικό της αρετής. Ο άνθρωπος, ώστοσο, τείνει προς την αρετή για χάρη μιας συλλογικότητας (πολιτική κοινότητα), η οποία πλέον θεωρείται ξεπερασμένη.
Η αποκαθήλωση των παλαιών θεών (υπερανθρώπινες και εξωκοσμικές αξίες) που επαγγέλθηκε η νεωτερικότητα και η ταυτόχρονη ανάδειξη της χρηστικότητας (βλ. Charles Taylor, Οι Δυσανεξίες της Νεωτερικότητας, Εκδ. Εκκρεμές, 2006) οδήγησαν σε σημαντικό επαναπροσδιορισμό τις ηθικές πράξεις. Έτσι, ο Emmanuel Kant προέβαλε την πράξη καθεαυτή έναντι του σκοπού και έθεσε ως κριτήριο αξιολόγησης των πράξεων την “κατηγορική προσταγή”: μια αρχή που κάθε ορθολογικό άτομο θα επιζητούσε να της προσδώσει παναθρώπινη και διαχρονική ισχύ δίχως εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, η κλοπή είναι μια ανήθικη πράξη διότι κανείς δεν θα επικροτούσε την ιδιοποίηση ξένων αντικειμένων ως γενικό κανόνα με καθολική ισχύ. Ωστόσο, διαχωρίζοντας πλήρως την πράξη από το αίσθημα, την πρόθεση και τον σκοπό, ο Kant δεν αφήνει χώρο για τη θυσία, τον αλτρουισμό και το απροσδόκητο.
Συνεχίζοντας στην παράδοση του ορθολογισμού, ο ωφελιμισμός (utilitarianism) του Jeremy Bentham και του John Stuart Mill υιοθέτησε μια διαφορετική προσέγγιση: ηθική πράξη είναι αυτή με τη μέγιστη ωφέλεια για τον μέγιστο αριθμό ατόμων. Μάλιστα, στην ακραία του έκφανση, ο ωφελιμισμός ορίζει ως κριτήριο κάθε πράξης αποκλειστικά την μέγιστη ωφέλεια για το υποκείμενο. Πώς, όμως, είναι δυνατόν να υπολογιστεί πάντα το μέγεθος των συνεπειών, όταν μόλις πρόσφατα (ξανα)ανακαλύψαμε ότι είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε την αλληλουχία των γεγονότων: μια πεταλούδα στον Αμαζόνιο που αφανίζεται, προκαλεί 10.000 ανθρώπινες απώλειες στο Τόκυο. Ποιος μπορεί να υπολογίσει επακριβώς τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην περίπτωση επέμβασης ή μη επέμβασης του περαστικού από το αρχικό παράδειγμα;
Στο κλασικό έργο, The Life and Opinions of Tristram Shandy, Gentleman, ο Laurence Sterne ξεκινά με μια σημαντική παρατήρηση: η ζωή αρχίζει με μια πράξη ανελευθερίας, τη γέννησή μας, η οποία προκαθορίζει την μετέπειτα πορεία μας. Ο ηθικός ντετερμινισμός, συνεπικουρούμενος από τις απόψεις του νεοδαρβινισμού, υποστηρίζει ότι το γενετικό υλικό μας είναι απολύτως υπεύθυνο για τις πράξεις μας: δεν νοείται απόλυτη υπαιτιότητα, αφού δεν υφίσταται απολύτως ελεύθερος ανθρώπινος παράγοντας. Στις μέρες μας, θα μπορούσαμε να το συνοψίσουμε με τη γνωστή φράση, live with it. Ακόμη και η σκέψη, ο μηχανισμός που καθορίζει τις πράξεις, είναι προϊόν χημικών διεργασιών και ανταλλαγής ηλεκτρικών κυμάτων. Μάλιστα, στην ακραία μορφή του, ο ηθικός ντετερμινισμός, ταυτίζει την ηθική με την επικράτηση του δυνατού: ο μοναδικός νόμος της φύσης είναι η επικράτηση των ειδών που είναι ικανότεροι προς επιβίωση. Ωστόσο, πόσο εύκολο είναι να αναλογιστούμε ότι, στο παράδειγμα με τη φωτιά, η λύση είναι η εξής: ο περαστικός οφείλει να μη θέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο ώστε να επιβιώσει. Σε περίπτωση που κατηγορηθεί για αδράνεια, μπορεί απλά να αναφέρει: it’s my DNA, live with it!
Το γεγονός ότι επιχειρηματολογούμε, αμφισβητούμε, προβληματιζόμαστε, αλλά και η τάση να υπερασπιζόμαστε κάποιες αξίες όπως η τιμή, η οικογένεια, το δίκαιο και η αλήθεια, υποδεικνύουν ότι η εύρεση ενός καθολικού κριτηρίου για την ορθή πράξη θα συνεχίζει να απασχολεί την ανθρώπινη σκέψη. Αναζητούμε τον νόμο πέρα από τον γραπτό νόμο και κάθε λύση που (αυτο)αποκαλείται οριστική αποδεικνύεται τόσο προβληματική όσο και η προηγούμενη.
Ευάγγελος Μπάρτζης