Γράφει ο Γιάννης Παπακωνσταντίνου δάσκαλος της Ε΄Δημοτικού:
Συχνά οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν στις τάξεις τους το φαινόμενο της ταυτόχρονης ύπαρξης αφενός πολλών μαθητών με σοβαρά προβλήματα έλλειψης ενδιαφέροντος και αφετέρου λιγότερων μαθητών, οι οποίοι ξαφνιάζουν εξαιτίας της μεγάλης έφεσης για μάθηση που διαθέτουν.
Όπως είναι φυσικό, με τους μαθητές της δεύτερης περίπτωσης δεν παρουσιάζεται κανένα πρόβλημα, καθώς αυτοί δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον και φιλοπονία για την κατάκτηση των μαθησιακών στόχων, στοιχείο που γεννά ικανοποίηση στους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι βλέπουν να δικαιώνονται οι προσπάθειές τους. Στην αντίπερα όχθη, έντονος είναι ο προβληματισμός που δημιουργείται στους διδάσκοντες από τη στάση των αδιάφορων μαθητών, αναγκάζοντας τους να θέτουν επιτακτικά ορισμένα ερωτήματα στον εαυτό τους, όπως: «Πώς θα διεγείρω το ενδιαφέρον για μάθηση των μαθητών μου;», «Ποιος είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού στη δημιουργία κινήτρων για μάθηση στην τάξη;», «Γιατί κάποιοι απορροφώνται από τη σχολική εργασία, ενώ άλλοι στρέφουν την προσοχή τους σε άλλες δραστηριότητες;», «Τι είναι αυτό που κάνει κάποιους μαθητές να επιμένουν, ενώ άλλοι με τις πρώτες δυσκολίες να εγκαταλείπουν τον αγώνα για μάθηση;»
Η πρώτη λύση-απάντηση του προβλήματος αυτού βασίζεται στον παραδοσιακό τρόπο επίλυσής του. Στην περίπτωση αυτή οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν την αυστηρή επίπληξη και την αποδοκιμασία, τη δηκτική ειρωνεία και το σαρκασμό, την απειλή για χαμηλή ή μη προαγώγιμη βαθμολογία, την ενημέρωση των γονιών σχετικά με την απογοητευτική εμφάνιση των παιδιών στην τάξη κ.α. Με αυτή τη μέθοδο το πιο πιθανό είναι να αναγκάσουν τους μαθητές να ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στις απαιτήσεις του σχολείου, δίνοντας κάποια λύση στα προβλήματα της αδιαφορίας για μάθηση. Μπορεί, όμως, ο εκπαιδευτικός να νιώθει ικανοποίηση, όταν διαισθάνεται ότι οι μαθητές του λειτουργούν κάτω από πίεση και εξαναγκασμό; Μια τέτοια εξουσιαστικού είδους συμπεριφορά δεν πρέπει να χαρακτηρίζει τον ρόλο του εκπαιδευτικού. Άρα ο εκπαιδευτικός δεν πρέπει να «εξαναγκάζει» αλλά «να παρωθεί».
Η δεύτερη απάντηση-λύση αναφέρεται στην παρώθηση του μαθητή για μάθηση και συνδέεται με στενά κίνητρα, που ανθίζουν στον εσωτερικό του κόσμο ως αποτέλεσμα προσεγμένων διδακτικών στρατηγικών, στάσεων και συμπεριφορών του εκπαιδευτικού στην τάξη. Ο διδάσκων προσπαθεί πλέον με παιδαγωγικά και ψυχολογικά ορθούς τρόπους να κάνει τους μαθητές να ασχολούνται εκούσια με τη σχολική μάθηση και να μην υποχρεώνονται σε αυτήν λόγω απειλών και καταπιέσεων. Ο παρωθητικός ρόλος του εκπαιδευτικού θεωρείται η δυναμική αυτή διαδικασία, η οποία κινητοποιεί και κατευθύνει την ανθρώπινη συμπεριφορά προς την υλοποίηση ορισμένων στόχων, αποτελώντας έτσι μια βασική προϋπόθεση της μάθησης.
Σήμερα για τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης δαπανώνται μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία χρησιμοποιούνται για την κτηριακή υποδομή των σχολείων, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, τον εκσυγχρονισμό των αναλυτικών προγραμμάτων και τον εξοπλισμό των σχολικών μονάδων. Μια δαπάνη εύλογη και δικαιολογημένη. Τίποτα από τα παραπάνω όμως δε θα βοηθήσει στη μάθηση, αν οι μαθητές δεν αναπτύξουν μέσα τους την έφεση γι’ αυτή. Έφεση που δεν κληρονομείται, αλλά καλλιεργείται και διατηρείται με την κατάλληλη μεταχείριση και δραστηριοποίηση. Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στο ζήτημα αυτό…
Βιβλιογραφία: Η παρώθηση του μαθητή για τη μάθηση – Θανάσης Α. Τριλιανός