O νεαρός Jeremiah Bulver ξύπνησε αναστατωμένος από τις φωνές που ακούγονταν στο σαλόνι. Φορώντας γοργά τις παντόφλες του έτρεξε να κρυφακούσει την έντονη συζήτηση ανάμεσα στην μητέρα και τον πατέρα του. Δεν γνώριζε ότι σύντομα θα γινόταν μάρτυρας μιας μοιραίας στιγμής που θα στιγμάτιζε την μετέπειτα καριέρα του. Καθώς πλησίαζε το σαλόνι δειλά, άκουσε τον πατέρα να προτείνει: “σίγουρα, το άθροισμα δύο γωνιών ενός τριγώνου πρέπει να είναι μεγαλύτερο από την τρίτη γωνία”, αλλά αμέσως η μητέρα αντιπρότεινε: “αυτό είναι λάθος, πότε έμαθαν οι άνδρες τριγωνομετρία”; Από εκείνη τη στιγμή, ο Jeremiah Bulver ήξερε ότι η αποστολή του δεν ήταν η απόδειξη της γεωμετρικής πρότασης, αλλά η ψυχολογική εξερεύνηση του μηχανισμού, ο οποίος φέρει το όνομά του —bulverism— και ωθεί τους ανθρώπους να παραβλέπουν την ισχύ/εγκυρότητα ενός επιχειρήματος και να επικεντρώνονται στο πρόσωπο που εκφέρει το επιχείρημα. Η ιστορία είναι φανταστική, πλασμένη από τον βρετανό συγγραφέα C.S. Lewis, ίσως γνωστός σε μερικούς από εμάς για την σειρά παιδικών βιβλίων The Chronicles of Narnia (Tα Χρονικά της Νάρνια), αλλά σίγουρα όχι γνωστό για το The Space Trilogy, Τhe Screwtape Letters, The Great Divorce ή κάποια άλλα έργα που δεν ξεκινάνε με το άρθρο the, όπως το Mere Christianity καιTill We Have Faces.
Θέλησα να καταπιαστώ με την παρουσίαση του μπουλβερισμού (bulverism), όρο που εισήγαγε — και χρησιμοποίησε αποκλειστικά — ο C. S. Lewis, καθώς πιστεύω ότι περιγράφει αρκετά εύστοχα ένα χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας· το φαινόμενο να μην ασχολούμαστε με την ορθότητα ενός επιχειρήματος, αλλά να θεωρούμε εκ των προτέρων (a priori) ότι το άτομο που εκφέρει κάποιο επιχείρημα πρέπει προσωπικά να λανθάνει. Για παράδειγμα, αναφερόμαστε σε νεοφιλελεύθερους ή συντηρητικούς, σκοταδιστές και εκσυγχρονιστές, και θεωρούμε ότι αρκεί αυτός ο χαρακτηρισμός προκειμένου να απορρίψουμε συνολικά οτιδήποτε οι άνθρωποι αυτοί εκφράζουν ή πιστεύουν πριν καν ακούσουμε τον συλλογισμό τους. Η συλλογιστική είναι η εξής: θεωρείται δεδομένο ότι ένα επιχείρημα ή μια άποψη είναι μη έγκυρα αν εκφέρονται από έναν άνθρωπο που ανήκει σε κάποια κατηγορία που θεωρούμε εκ των προτέρων ότι το — συλλογικό — συνειδητό έχει απορρίψει. Για παράδειγμα, θεωρούμε ότι μια άποψη οικονομικής φύσης είναι λανθασμένη, αν αναφέρεται από κάποιον νεοφιλελεύθερο, ασχέτως των επιχειρημάτων που προσπαθεί να εκθέσει, καθώς θεωρούμε ότι η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία είναιde facto καταδικαστέα. Ας αναλογιστούμε το παράδειγμα του φασισμού που ουσιαστικά όλοι λίγο-πολύ το έχουμε επικαλεστεί για να χαρακτηρίσουμε έναν συνομιλητή ή κάποια θέση του. Η συλλογική συνείδηση έχει απορρίψει την ιδεολογία του φασισμού σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν κανένας πλέον δεν ταυτίζεται δημόσια με τη συγκεκριμένη ιδεολογία. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ο χαρακτηρισμός μπορεί να αφορά μόνο τους οπαδούς των συγκεκριμένων (φασιστικών/ναζιστικών) κομμάτων στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα, ενώ κάθε σύγχρονη εκδοχή που μοιάζει στον φασισμό δεν μπορεί να ταυτίζεται πλήρως με πολιτικούς και πολιτειακούς σχηματισμούς που κατέρρευσαν ιστορικά. Για παράδειγμα, ο Enzo Traverso, Tα Νέα Πρόσωπα του Φασισμού, τονίζει ότι ο χαρακτηρισμός νεοναζί ή νεοφασίστες που αποδίδεται σε σύγχρονες ευρωπαϊκές κινήσεις τούς προσδίδει μια ιδεολογική “σοβαρότητα” και ένα υπόβαθρο που δεν διαθέτουν, ενώ αδιαφορεί για/παραβλέπει τις ιστορικές και ιδεολογικές συνέχειες και ασυνέχειες ανάμεσα στα κινήματα αυτά και τις ιστορικές απαρχές τους (εικοστός αιώνας). Αρκεί, άραγε, να χαρακτηρίσουμε ως σκοταδιστική μια ιδέα προκειμένου να την απορρίψουμε, αν δεν μπούμε στον κόπο να αναλύσουμε τι πραγματικά εννοούμε με τον χαρακτηρισμό, ποιό το “σκοτάδι” που επικαλούμαστε και ποιό το “φως” που υπονοείται; Πολλές φορές μπαίνουμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε τον χαρακτηρισμό “οπισθοδρομικός” ως συνώνυμη του “σκοταδισμού”. Αν τα λεξικά ορίζουν τον οπισθοδρομικό ως αυτόν που επιθυμεί την επιστροφή σε μια προηγούμενη ή λιηότερο “εξελιγμένη” κατάσταση, τότε, δεν θα έπρεπε όλοι όσοι ζητούμε την κατάργηση των πυρηνικών όπλων να χαρακτηριστούμε ως “οπισθοδρομικοί”; — Ειδικά όσοι από εμάς πιστεύουν ότι Trump και Putin θα μπορούσαν να λύσουν τα διμερή θέματά τους με μια απλή, λιτή και παραδοσιακή μονομαχία με όπλα του δέκατου ένατου αιώνα, αντί του “προοδευτικού” πoλέμου δι᾽ αντιπροσώπων (proxy wars) που διεξάγουν αυτή την στιγμή— Με την ίδια λογική, θα αποδίδαμε ποτέ τον χαρακτηρισμό “προοδευτικός” στον υπερασπιστή της χρήσης πυρηνικών ή ατομικών όπλων; Ποιός ορίζει κάθε φορά το προοδευτικό ή το οπισθοδρομικό, πώς και με ποιό κριτήριο; Η απάντηση του Bulver μοιάζει απλή: εμείς μέσω ενός εσωτερικού υποκειμενικού μηχανισμού που κατηγοριοποεί τους ανθρώπους πριν καν αναλυθούν τα επιχειρήματα.
Η θεωρία του Bulver στηρίζεται στο γεγονός ότι, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο C.S Lewis, “δεν είναι πλέον απαραίτητη η λογική αναίρεση ενός επιχειρήματος, παρά μόνο η αποδοχή ότι ο ομιλητής κάνει λάθος”. Δηλαδή το συμπέρασμα (ο ομιλητής κάνει λάθος) προηγείται των επιχειρημάτων, ενώ η αποδοχή του λάθος του συνομιλητή ορίζεται από έναν εσωτερικό υποκειμενικό μηχανισμό: ορίζω τον συνομιλητή μου ως σκοταδιστή ή οπισθοδρομικό, οπότε κάθε επιχείρημά του οφείλει να χαρακτηρίζεται ως σκοταδιστικό και οπισθοδρομικό. Ταυτίζουμε, λοιπόν, τον συνομιλητή με κάποια ομάδα ή ιδεολογία, χωρίς μάλιστα ο εσωτερικός μας μηχανισμός να ασχολείται με τον τρόπο που ο ίδιος ο συνομιλητής πιθανώς να αυτοπροσδιορίζεται, ή με την ορθότητα των κριτηρίων που υιοθετούνται προκειμένου να αποδωθεί ο χαρακτηρισμός. Ας πάρουμε τρία ακόμη παραδείγματα: το πρόγραμμα ασφάλισης του γενικού πληθυσμού που προτάθηκε από τον πρώην προέδρο των ΗΠΑ, Barack Obama και ονομάστηκε Obamacare, θεωρήθηκε από μια μεγάλη μερίδα Αμερικανών ως απαράδεκτο, επειδή η διευρυμένη κοινωνική ασφάλιση μοιάζει “σοσιαλιστική”, υπονοώντας έτσι ότι το Obamacare θα μετέτρεπε το κέντρο του καπιταλισμού σε Σοβιετική Ένωση. Ο χαρακτηρισμός αρκούσε, ωστόσο, προκειμένου να αποφύγει κανείς την εξέταση της εγκυρότητας των επιχειρημάτων απόκοινωνική, οικονομική ακόμη και εγκληματολογική (βλ. παραβατικότητα) άποψη, για να μην αναφερθώ στο ιστορικό υπόβαθρο των ΗΠΑ και τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας που όρισαν τον (αμερικανικής κοπής) φιλελευθερισμό ως απόλυτο κριτήριο του πολιτεύματος. Από την άλλη, πρόσφατα μια 25χρονη βουλευτής στη Νέα Ζηλανδία απέρριψε τις ενστάσεις ενός μεγαλύτερου ηλικιακά συναδέλφου της σχετικά με την κλιματική αλλαγή με τη φράση “ok baby boomer”. Η έκφραση baby boomer χαρακτηρίζει την γενιά μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο (βλ. αντίστοιχα generation X και millennials), ωστόσο η Νεοζηλανδή βουλευτής τη χρησιμοποίησε σύμφωνα με τη θεωρία του Bulver: αν είσαι baby boomer αποκλείεται να έχεις κάποιο σωστό επιχείρημα. Κινούμενη από τον εσωτερικό υποκειμενικό μηχανισμό, τον οποίο θα είχε περιγράψει στη διδακτορική του διατριβή ο Jeremiah Bulver αν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αντί να αντικρούσει με επιχειρήματα τις ενστάσεις του συναδέρφου της ή να αποδείξει την άκυρη συλλογιστική των επιχειρημάτων του, προτίμησε να θεωρήσει ότι ο συνομιλητής της λανθάνει a priori καθώς είναι baby boomer, όπως ακριβώς είχε πράξει η μητέρα του Jeremiah Bulver με τον πατέρα του. Τέλος, σε μια διαφορετική εκδοχή του bulverism, κατά την διάρκεια της πρωτόγνωρης κρίσης εξαιτίας του Sars-CoV-2, ο Ιταλός φιλόσοφος Georgio Agamben αντέδρασε στους (χαλαρούς) περιορισμούς που επέβαλε (τότε) η ιταλική κυβέρνηση στα μέσα Φεβρουαρίου, χαρακτηρίζοντας τα ως μέσα έκφρασης του ακραία φιλελεύθερου και καπιταλιστικού χαρακτήρα της κυβέρνησης: ο Agamben ερμηνεύει τα μέτρα ως μέσα σωματικής και ιδεολογικής πειθαρχίας που επιβάλλονται αυθαίρετα από μια φιλελελεύθερη κυβέρνηση προκειμένου να ασκήσει εξουσία. Πίσω από τη θεωρία του κρύβεται η εξαιρετική εργασία του Γάλλου φιλόσοφου Michel Foucault,σχετικά με τον τρόπο που η πολιτική εξουσία προσπαθεί να προσδιορίσει/ορίσει κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής. Ωστόσο, ο Agamben μοιάζει να προσπαθεί να ερμηνεύσει τις τελευταίες εξελίξεις υπό το πρίσμα της ιδέας του. Έτσι, προτείνει τον εκ των προτέρων χαρακτηρισμό των μέτρων ως άκρως φιλελεύθερων/καπιταλιστικών, και στη συνέχεια τα ερμηνεύει ως τέτοια, δίχως να επιχειρεί κάποια ανάλυση των μέτρων υπό το φως ιατρικών ή λοιμωξιολογικών/επιδημιολογικών θέσεων για τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης πανδημίας.
Τα παραπάνω παραδείγματα απλά αγγίζουν και σε καμία περίπτωση δεν εξαντλούν το φαινόμενο ότι ο δημόσιος διάλογος δεν διεξάγεται στο επίπεδο της ανάλυσης της εγκυρότητας των επιχειρημάτων, αλλά στη βάση προσωπικών εκτιμήσεων (εσωτερικός υποκειμενικός μηχανισμός) και -αυθαίρετων- χαρακτηρισμών. Mοιάζουμε, νομίζω, με τον ζωολόγο/βοτανολόγο Carl Linnaeus (1707-1778), τον οποίο φαντάζομαι σκυφτό επάνω από τα δείγματά του να προσπαθεί επίπονα, σχεδόν στανικά, να ταξινομήσει τα είδη φυτών και ζώων σε πέντε τάξεις. Με παρόμοιο τρόπο πασχίζουμε, ίσως επίσης στανικά, να ορίσουμε συγκεκριμένες “ετικέτες”, να ταξινομήσουμε τους ομιλητές μας σε καθορισμένες ομάδες και να τους θέσουμε υπό τον χαρακτηρισμό συγκεκριμένης ιδεολογίας προκειμένου να αποφύγουμε να μπούμε στην ουσία των επιχειρημάτων τους:ok baby boomer.
Όταν διαβάζω την ιστορία του Jeremiah Bulver και την εισήγηση του όρου bulverism από τον C.S.Lewis, φαντάζομαι τον Άγγλο συγγραφέα να με ρωτά την τελευταία φορά που πράγματι απόλαυσα έναν διάλογο που διεξήχθη σε επίπεδο επιχειρημάτων, μέσα από μια διαδικασία εξακρίβωσης της ορθότητας/εγκυρότητας των επιχειρημάτων χωρίς να καταφύγω σε εκ των προτέρων απόρριψη των θέσεων του συνομιλητή μου.
Ευάγγελος Μπάρτζης
Θεολόγος