Η συν-κινητική σχέση δασκάλου και μαθητή

Στο πρώτο πρόχειρο κοίταγμα η σχέση ανάμεσα στον δάσκαλο και στον μαθητή φαίνεται πολύ απλή. Ο πρώτος δίνει γνώσεις και ο δεύτερος δέχεται γνώσεις. Και όμως το πράγμα δε σταματάει εδώ[1]

Η σχέση εκπαιδευτικού – μαθητή είναι σύνθετη εμπεριέχοντας πολλές κρυμμένες επιδιώξεις μεταλαμπάδευσης όχι μόνο στείρων γνώσεων ή παθητικών πληροφοριών αλλά κυρίως αξιών και τρόπων σκέψης, δράσης, κρίσης. Ούτως ή άλλως αν ο ρόλος που έπρεπε να επιτελέσει ο καθ’ έκαστος δάσκαλος ήταν αποκλειστικά γνωστικός, ο ίδιος θα μπορούσε να αντικατασταθεί από γνωστικά εγχειρίδια ή ακόμη και από την τεχνολογία η οποία κατακλύζει τις ζωές μας και κυριαρχεί πλέον παντού.

Ο μαθητής όμως πλέον, πηγαίνει στο σχολείο έχοντας απαιτήσεις από τον δάσκαλό του. Ακόμη και ανεπίγνωστα ξεκινά την εκπαιδευτική του πορεία συνδέοντας τον δάσκαλό του με ένα ιδανικό πρότυπο ανθρώπου με ισορροπία, ψυχική υγεία και αμεροληψία. Περιμένει κάτι πολύ πιο πλατύ και πολύ πιο βαθύ από το να εμπλουτίσει το μυαλό του με ορισμένα γνωστικά στοιχεία[2]. Αναζητά έναν καθοδηγητή που θα τιθασεύσει τα πάθη του χωρίς όμως να τα εκμηδενίσει. Μπαίνοντας στη σχολική αίθουσα, περιμένει κάποιον που θα τον κάνει να ενδιαφερθεί και όχι να βαρεθεί. Κάποιον που θα του εμπνεύσει ασφάλεια, ώστε να μπορέσει να δείξει τις κλίσεις του, τις δυνατότητές του, τις ανησυχίες του ή ακόμη και να απογυμνωθεί εκφράζοντας τους φόβους του και φανερώνοντας τις αδυναμίες του.

Έτσι, ανάμεσα στο μαθητή και στο διδάσκαλο είναι βέβαιο πως σιγά σιγά μέσα στα χρόνια της κοινής προσπάθειας υφαίνεται μια σχέση, που μπορεί να θυμίζει άλλους  δεσμούς ανθρώπινους, όπως των παιδιών με τους γονείς, δεν παύει όμως να κρατεί και την ιδιοτυπία της· γιατί ενώ τη σχέση των παιδιών με τους γονείς τη ρυθμίζουν έξω από τους πνευματικούς και άλλοι παράγοντες, βιολογικοί, οικογενειακοί, οικονομικοί κλπ., η σχέση του μαθητή με το δάσκαλο κρατιέται αποκλειστικά στο πνευματικό επίπεδο[3].  Αν ο εκπαιδευτικός επιδράσει σωστά πάνω στο μαθητή του, μέσω της σχέσης που έχουν αναπτύξει, θα επιδράσει καθολικότερα στη διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Δεδομένο του ότι οι μαθητές αποτελούν την πιο ενεργοποιημένη ομάδα της κοινωνίας, επειδή έχουν μέσα τους τη φλόγα και τη θέληση, επιθυμούν να ξεσηκωθούν, να αμφισβητήσουν, να ρωτήσουν, να κρίνουν με βάση τις εμπειρίες τους και καθώς μεγαλώνουν να βρουν λογικές απαντήσεις, ώστε να σταθούν επάξια απέναντι στους «μεγάλους» του περιβάλλοντός τους. Έχουν λοιπόν την ανάγκη να εκφραστούν, να νιώσουν ελεύθεροι και όχι καταπιεσμένοι. Πολύ συχνά, απέναντι σε αυτή την άκριτη και αστείρευτη ανάγκη για έκφραση γίνονται σκληροί με τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά τους αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Επειδή όμως δεν μπορούν να βρουν απαντήσεις μόνοι τους ή δεν είναι σε θέση να καλύψουν καθολικά τα αναπάντητα ερωτήματά τους, η κριτική μετατοπίζεται στα άτομα που είναι υπεύθυνα για αυτά και οφείλουν να το κάνουν.

  Το ξέρει ο δάσκαλος: ο πιο σκληρός κριτής του είναι ο μαθητής[4]. Σε αυτή όμως τη σκληρότητα κρύβεται το μεγάλο ιδανικό που έχει πλάσει για το δάσκαλό του, ένα ιδανικό που πρέπει να ανταποκριθεί στα κριτήριά του. Αυστηρός όμως είναι και ο δάσκαλος, γιατί έχει προσδοκίες. Προσδοκίες για την διάπλαση ώριμων προσωπικοτήτων, σωστά προσανατολισμένων που δεν θα κάνουν τα λάθη που ο ίδιος με βάση τη δική του πείρα γνωρίζει. Ο μαθητής δηλαδή και ο δάσκαλος, στα πλαίσια μιας υγιούς εκπαιδευτικής διαδικασίας, πλάθουν μία αλληλένδετη σχέση στην οποία και οι δύο επιδιώκουν το ιδανικό. Ιδανικό πρότυπο ο ένας, ιδανική διαπαιδαγώγηση ο άλλος. Η σχέση τους διανθίζεται και στηρίζεται στην επικοινωνία και τη συζήτηση.

Όλοι οι μαθητές επιζητούν κυρίως τη συζήτηση, το διάλογο. Διάλογο ελεύθερο και γόνιμο. Όχι όμως κουβεντολόγημα και λεκτική περιπλάνηση αλλά σοβαρή και πνευματική δουλειά[5]που θα τους οδηγήσει μόνους τους στο συμπέρασμα και στη γνώση. Μεσω αυτού του διαλόγου λοιπόν, που αποτελεί ουσιαστικά την πιο ριζοσπαστική παιδαγωγική μέθοδο του προηγούμενου αιώνα , συνυφαίνεται  όμως  και το στοιχείο της αποτίναξης οποιουδήποτε ίχνους φόβου στην παιδαγωγική σκέψη.[6]

Οι μαθητές δεν πρέπει να φοβούνται το δάσκαλό τους. Ο φόβος μπορεί εξάλλου να τους οδηγήσει και σε μη επιθυμητά αποτελέσματα. Αυτό που πρέπει να επιτευχθεί σε κάθε περίπτωση είναι η οικοδόμηση μίας υγιούς σχέσης εμπιστοσύνης, ατομικευμένης και προσαρμοσμένης στην περίπτωση του κάθε μαθητή. O φόβος δε συνεπάγεται τον σεβασμό.

Σύμφωνα με το Δελμούζο το  παιδί νιώθει το ενδιαφέρον, την αγάπη και την εκτίμηση που δείχνεις για αυτό και σε πληρώνει με το ίδιο νόμισμα. Ανεπαίσθητα αρχίζει ο τρόμος να υποχωρεί στην εμπιστοσύνη και την εκτίμηση, ο ραγιαδισμός στην ειλικρίνεια.[7] Αν δημιουργηθεί μία τέτοια σχέση ανάμεσα στους δύο συνδυαλεγόμενους της εκπαιδευτικής διαδικασίας, τότε θα έχει προετοιμαστεί το έδαφος για γόνιμη εκπαιδευτική και ηθική διαπαιδαγώγηση. Ο νέος θα αγαπήσει το δασκαλό του, θα τον πιστέψει και θα θέλει να φτάσει το ιδανικό που έχει πλάσει στο μυαλό του για αυτόν. Θα θελήσει να κατορθώσει πράγματα και θα νιώθει περήφανος καθώς μέσα από το κατόρθωμά του θα δεχτεί και την επιβράβευση του προτύπου του. Ενισχύονται τα κίνητρά του και η θέληση του για πρόοδο. Ενισχύεται η θεωρία της προσπάθειας που είχε υποστηρίξει ο Dewey.

Ο μαθητής θα συνηθίσει σε αυτό το μοτίβο της προσπάθειας, θα συγκεντρώνει τις δυνάμεις του για να πετύχει έναν σκοπό. Αν το περιβάλλον είναι ενισχυτικό και παρωθητικό, θα μάθει να κάνει κατί που πρέπει να κάνει χωρίς να δυσφορεί. Θα μάθει να υποτάσσει τις αδυναμίες του και τα κέφια του στην ανάγκη και θα ωριμάσει. Και έτσι θα διαμορφώσει μία θέληση για πρόοδο, θα εμπεδώσει συνήθειες καλές, απαραίτητες για τη μετέπειτα ζωή του. Θα συνηθίσει σε ένα μοτίβο που ακόμα και αν κάποιες φορές του φαίνεται κουραστικό θα έχει επίγνωση ότι αποσκοπεί καπου. Και είναι ανάγκη να συνηθίσει στην ιδέα αυτή «γιατί ζωή θα πει αγώνας, και για να τα βγάλωμε πέρα, πρέπει νάμαστε ικανοί να κάνωμε συχνότατα και ό, τι μας είναι αδιάφορο ή – κάποιες φορές – και δυσάρεστο ακόμα».[8]

[1]  Ι.Θ. Κακριδής
[2] Ι.Θ. Κακριδής
[3] Ι.Θ. Κακριδής
[4] Ι.Θ. Κακριδής
[5] Α. Δελμούζος στο «Οι πρώτες προσπάθειες», σελ. 235
[6] Σ. Χαραλαμπίδης στο «Οι διαχρονικές Παιδαγωγικές αρχές του Αλέξανδρου Δελμούζου»
[7] Α. Δελμούζος στο «Κρυφό σκολειό»
[8] Α. Δελμούζος στο «Μελέτες και Πάρεργα», τόμος 1
Κοινοποίηση:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.

Εγγραφείτε στο μηνιαίο newsletter μας

Για να μαθαίνετε τα νέα του σχολείου μας και τα τελευταία ενδιαφέροντα άρθρα του HEAculture