Είναι κοινά αποδεκτό ότι η πρόσφατη οικονομική κρίση άλλαξε, αλλάζει και θα συνεχίσει να αλλάζει το οικονομικό και πολιτικό τοπίο σε σχέση με την τραπεζική βιομηχανία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κρίση του παρελθόντος. Η πρωτοφανής κρίση έφερε στην επιφάνεια πολλαπλές προκλήσεις και αδυναμίες που έχει να αντιμετωπίσει ο ευρωπαϊκός χρηματοπιστωτικός τομέας.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών (European Association of Co-operative Banking-EACB) «πρωταρχικός στόχος των Συνεταιριστικών Τραπεζών είναι η προώθηση των οικονομικών συμφερόντων των μελών τους, που είναι και οι πελάτες τους. Οι Συνεταιριστικές Τράπεζες προσπαθούν να επιτύχουν το στόχο αυτό προσφέροντας ποιοτικά προϊόντα και υπηρεσίες σε ελκυστικές τιμές.». Συστήθηκαν ως απάντηση σε κοινωνικές ανάγκες, με το κέρδος σε αυτές να μην αποτελεί αυτοσκοπό. Χαρακτηριστικό του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού των τραπεζών αυτών είναι ο προσανατολισμός στην τοπική ανάπτυξη. Επομένως, η ειδοποιός διαφορά τους σε σχέση με τις εμπορικές τράπεζες είναι ότι η μεγιστοποίηση του κέρδους δεν αποτελεί αποκλειστικό ή κυρίαρχο επιχειρηματικό στόχο.
Παράλληλα, ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που τις διαφοροποιεί από τις εμπορικές τράπεζες, πέρα από τον κοινωνικό τους χαρακτήρα είναι και το γεγονός ότι γενικά απέχουν από «αμαρτωλές» πρακτικές που έχουν οδηγήσει τις αντίστοιχες εμπορικές σε συσσώρευση προβλημάτων, με συνέπεια τη χορήγηση πανάκριβων πακέτων διάσωσης, τα οποία επιβαρύνουν ως επί το πλείστον τους φορολογούμενους. Σε γενικές γραμμές δεν έχουν συμβάλλει στη διόγκωση της κρίσης στο χρηματοπιστωτικό τομέα και στην επακόλουθη οικονομική ύφεση και κατά γενική ομολογία, το συνεταιριστικό μοντέλο αποδείχτηκε ανθεκτικό κατά τη διάρκειά της. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η διαχείριση κινδύνου (risk management) αποδεικνύεται αρκετά πιο συντηρητική σε σχέση με το μοντέλο των εμπορικών (π.χ. περιορισμένη έκθεση σε τοξικά επιχειρηματικά προϊόντα).
Αναφορικά με τις συνεταιριστικές τράπεζες, η ελληνική πραγματικότητα απέχει παρασάγγας από την ευρωπαϊκή, και αυτό δεν αποτελεί έκπληξη για κανέναν. Ενώ στην Ευρώπη καλύπτουν το 20% του μεριδίου αγοράς κατά μέσο όρο, στην Ελλάδα καλύπτουν μόλις το 2%. Το πανευρωπαϊκό δίκτυο σύμφωνα με την ιστοσελίδα reporter.gr περιλαμβάνει 4.000 συνεταιριστικά ιδρύματα, 72.000 καταστήματα, 217.000.000 πελάτες, 56.000.000 μέλη και 858.000 εργαζόμενους. Ένας από τους ηγέτες παγκοσμίως, η ευρωπαϊκή Triodos Bank με παραρτήματα σε διαφορές ευρωπαϊκές πόλεις, ειδικεύεται στην χρηματοδότηση κοινωνικά υπεύθυνων επενδύσεων. Στις επενδύσεις που ανήκουν στο χαρτοφυλάκιο της τράπεζας περιλαμβάνονται πάνω από 1000 project οργανικών τροφίμων, 300 επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενεργείας, 33 πλανά χρηματοδότησης αγροτικών εξαγωγικών επιχειρήσεων «δικαίου εμπορίου» (fair trade) και όλα αυτά σε πάνω από 22 χώρες στον Ευρωπαϊκό χώρο, και πάντα σε τοπικό επίπεδο.
Παρά την υστέρηση που παρατηρείται, στον Ελλαδικό χώρο η πραγματική συνεισφορά των συνεταιριστικών τραπεζών στη στήριξη των τοπικών και περιφερειακών οικονομιών και ιδιαίτερα των ΜΜΕ είναι πιο ουσιαστική από αυτό που υποδηλώνουν οι αριθμοί. Οι συνεταιριστικές τράπεζες χορηγούν σε ποσοστά που φθάνουν το 80% τις ΜΜΕ και διοχετεύουν μόλις το 20% των κεφαλαίων τους σε καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια. Το Εθνικό Ταμείο για την Επιχειρηματικότητα και την Ανάπτυξη (ΕΤΕΑΝ) έχει την μορφή ανώνυμης εταιρείας, εστιάζεται στην χρηματοδότηση ΜΜΕ και καινοτόμων επιχειρήσεων, μοχλεύοντας πόρους μέσω ανακυκλούμενων δανείων, εγγυήσεων συνεπενδύσεων και συμμετοχών. Επιπρόσθετα, υπό την αιγίδα του ΕΤΕΑΝ δημιουργούνται ταμεία για την πράσινη ανάπτυξη, την επιχειρηματικότητα, την εξωστρέφεια, την αλιεία, την αγροτική ανάπτυξη και την κοινωνική οικονομία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι για κάθε ευρώ που τοποθετεί το κράτος, οι τράπεζες τοποθετούν το διπλάσιο. Το συνολικό κεφάλαιο διατίθεται στις επιχειρήσεις με ευνοϊκά – χαμηλότοκα δάνεια. Με την παροχή εγγυήσεων από το ΕΤΕΑΝ οι συνολικές εξασφαλίσεις των επιχειρήσεων στα δάνεια είναι χαμηλότερες από αυτές που ζητούνται από τις Τράπεζες χωρίς την παραπάνω εγγύηση.
Κωνσταντίνος Μπάρτζης
Οικονομολόγος