«Αρκεί να σκεφτούμε όταν διδασκόμαστε μια ξένη γλώσσα πόσες λέξεις μας φαίνονται οικείες και γνωστές, ιδιαίτερα όσες αφορούν επιστημονική ορολογία είτε θετική είτε ανθρωπιστική».
Τον τελευταίο χρόνο στη Γαλλία, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που προωθεί η κυβέρνηση Ολάντ (Hollande) , άνοιξε ένας κύκλος προβληματισμού και αντίδρασης στη σχεδιαζόμενη κατάργηση της διδασκαλίας των Κλασικών Γλωσσών στα δημόσια Γυμνάσια.
Η διδασκαλία των Λατινικών και των Αρχαίων Ελληνικών ήταν μάθημα επιλογής το οποίο τα τελευταία χρόνια είχε ατονήσει ως προς το ενδιαφέρον που επεδείκνυαν τα παιδιά για αυτό. Οι Στατιστικές έδειχναν ότι μόλις το 16% των μαθητών επέλεγαν τις Αρχαίες Κλασικές Γλώσσες, γεγονός που προκάλεσε την αξιολόγησή του ως «ελιτίστικου» μαθήματος , αφού οι μαθητές αυτοί ήταν κυρίως παιδιά ανώτερων κοινωνικών τάξεων.
Αξιολογώντας λοιπόν αυτά τα δεδομένα το Υπουργείο Παιδείας και η υπουργός Ναζά Βαλό-Μπελκασέμ (Najat Vallaud-Belkacem) πρότειναν την αντικατάσταση του μαθήματος, προκαλώντας την έντονη δυσαρέσκεια εκπαιδευτικών και γονέων. Οι πολύ έντονες αντιδράσεις έφεραν την αναδίπλωση του Υπουργείου και την απόφασή του να δώσει σε κάθε σχολείο ως οργανισμό το δικαίωμα να αποφασίσει εάν θα εντάξει τη διδασκαλία των Κλασικών Γλωσσών στο πρόγραμμα σπουδών του.
Εισήγαγε, λοιπόν, ανάμεσα σε άλλες θεματικές όπως «Πολιτισμός και τέχνες», «Πληροφορική», « Επικοινωνία», «Κοινωνία», «Ξένες γλώσσες», «Επιστήμες», «Σώμα και υγεία» κ.α. και τη θεματική «Γλώσσες και πολιτισμός της Αρχαιότητας», στην οποία όπως είναι φυσικό δεσπόζει η εκμάθηση της Αρχαίας Ελληνικής και της Λατινικής γλώσσας και κάλεσε μαθητές και εκπαιδευτικούς να επιλέξουν. Τα αποτελέσματα ήταν σίγουρα απρόσμενα. Το 92% των γυμνασίων της χώρας, καθώς και το 70% των μαθητών Γυμνασίου επέλεξαν την παραπάνω θεματική. Η διδασκαλία επομένως της Λατινικής και της Αρχαίας Ελληνικής δε θα αφορά και δε θα απευθύνεται μόνο σε όσους φοιτούν στα ιδιωτικά Καθολικά σχολεία και στα ακριβά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της Γαλλίας.
Τι όμως έχουν αντιληφθεί οι Γάλλοι εκπαιδευτικοί και μαθητές και επιδεικνύουν τόσο ενδιαφέρον για «νεκρές» γλώσσες όπως τις χαρακτηρίζουν κάποιοι Νεοέλληνες; Η απάντηση είναι αρκετά προφανής, αλλά για εμάς που μητρική μας γλώσσα έχουμε τον απευθείας απόγονο της Αρχαίας Ελληνικής είναι δύσκολο να τη συνειδητοποιήσουμε. Αρκεί να σκεφτούμε όταν διδασκόμαστε μια ξένη γλώσσα πόσες λέξεις μας φαίνονται οικείες και γνωστές, ιδιαίτερα όσες αφορούν επιστημονική ορολογία είτε θετική είτε ανθρωπιστική.
Οι κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες στήριξαν τις γραμματικοσυντακτικές δομές τους στη Λατινική, που με τη σειρά της αποτελεί ένα πιστό αντίγραφο της Ελληνικής, τόσο ως προς τη γραμματική δομή και συγκρότησή της όσο και ως προς τους συντακτικούς και εκφραστικούς μηχανισμούς της. Ο σκελετός, λοιπόν, των Ευρωπαϊκών γλωσσών είναι κοινός και έρχεται το γλωσσικό παρελθόν του κάθε λαού να διαμορφώσει το λεξιλόγιο της καθημερινής επικοινωνίας των ανθρώπων. Το επιστημονικό όμως λεξιλόγιο προέρχεται από ένα κοινό πολιτιστικό παρελθόν, το Ελληνορωμαϊκό, και έτσι σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες η λέξη «φυσική» είναι ουσιαστικά κοινή. Το ίδιο και η «λογική», η «χημεία», η «ιστορία», η «ψυχολογία», η «γεωμετρία», η «δημοκρατία», το «σχολείο» ή οι λατινογενείς που αφορούν την κοινωνία (society), την ελευθερία (liberty) , την επιστήμη (science), το κοινοβούλιο (parliament) κ.α. Το να είναι, λοιπόν, ένας Ευρωπαίος πολύγλωσσος είναι λογικό και επιτυγχάνεται με σχετική ευκολία. Το να διδαχθεί όμως Ινδικά, Κινεζικά ή Ιαπωνικά μάλλον έχει άλλο βαθμό δυσκολίας…
Επανερχόμενοι στο θέμα της Γαλλίας, καλό είναι να σκεφτούμε πόσο πλεονεκτεί ο μαθητής ή ο φοιτητής που γνωρίζει Ελληνικά ή Λατινικά, όταν συναντά την επιστημονική ορολογία της Ιατρικής, της Νομικής, της Κοινωνιολογίας, της Φυσικής, της Μηχανικής, της Βιολογίας και όλων των άλλων επιστημονικών πεδίων ή όταν μελετά τις αρχαίες πηγές στην Ιστορία, τη Θεολογία, τη Φιλολογία ή τη Φιλοσοφία και στις άλλες Ανθρωπιστικές επιστήμες. Οι Γάλλοι, λοιπόν, συνειδητοποιώντας την αξία των Κλασικών Γλωσσών αντέδρασαν φοβούμενοι πως ο αποκλεισμός τους από τη Βασική Εκπαίδευση θα δυσχέραινε την πρόσβαση των παιδιών όλων των κοινωνικών τάξεων στις πανεπιστημιακές σπουδές και θα έδινε προβάδισμα σε όσους θα τις διδάσκονταν στα ιδιωτικά σχολεία.
Το ζήτημα, επομένως, της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών θα πρέπει να το προσεγγίσουμε και από μια άλλη σκοπιά. Η κατανόηση της ετυμολογίας των λέξεων και η αναζήτηση της ρίζας τους στις απαρχές του βίου τους μπορεί να αποτελέσει το μεθοδολογικό εργαλείο που θα ανοίξει τον δρόμο στους μαθητές και μελλοντικούς φοιτητές για ευκολότερη πρόσβαση και κατανόηση των επιστημονικών εννοιών που προσεγγίζουν στην πορεία της καλλιέργειας και της μόρφωσής τους. Ας βοηθήσουμε τα παιδιά μας να γίνουν άνθρωποι που κατανοούν σε βάθος τα αντικείμενα που διδάσκονται, πραγματώνοντας χωρίς εμπόδια το νόημα που περικλείει ο όρος «Homo educandus».
Ευάγγελος Χιώτης
Φιλόλογος